Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Αποκέντρωση: Επιλογή προοπτικής Η λύση στα προβλήματά της Αθήνας, βάση για την λύση των προβλημάτων της χώρας;


    Το κείμενο αυτό παρουσιάζεται εν μέσω κρίσης και πιθανώς, με την πρώτη ανάγνωση φανεί ανεπίκαιρο ή κριθεί ως άστοχο. Όμως, εάν το ζητούμενο είναι η δημιουργία διαύλων, μέσω των οποίων θα οδηγηθούμε από την ύφεση στην ανάπτυξη με όρους πραγματικής και όχι παρασιτικής οικονομίας, τότε απαιτείται αλλαγή της συνήθους βραχυπρόθεσμης οπτικής μας και στρατηγικός σχεδιασμός 10ετίας, τουλάχιστον. Η προβληματική δομή της ελληνικής οικονομίας, με γενετικές στρεβλώσεις και χρόνιες παθογένειες δεν είναι δυνατόν να ανατραπούν εντός του υπάρχοντος πλαισίου, η πραγματικότητα μας το καθιστά σαφέστατα γνωστό πλέον και μια από τις κύριες αιτίες είναι η συγκέντρωση του  60% και πλέον των κατοίκων της Χώρας στο Λεκανοπέδιο, με τα όσα αυτό συνεπάγεται.
Η διανυομένη οικονομική κρίση, μεγεθύνει τα προβλήματα της Αθήνας, τα οποία, είχαν αρχίσει από 3ετίας-4ετίας να εμφανίζονται εντονότερα, με ιδιαίτερη έμφαση, σε εκείνα, του Ιστορικού (;!) Κέντρου.
Δεν θα σταματήσω να επαναλαμβάνω, έστω και στερεοτύπως, ότι τα κύρια, ζωτικής σημασίας προβλήματα της χώρας οφείλονται, σε τρείς, κατ’ εξοχήν, παράγοντες: α) η έλλειψη κριτηρίων αξιολόγησης και η δυσκολία εξεύρεσης ισορροπιών, συνέπειες του ελλείμματος παιδείας.,   β) το συγκεντρωτικό, φοβικό και γραφειοκρατικό διοικητικό σύστημα, το οποίο αδυνατεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των ημερών μας. Δυσκολεύει την ζωή των πολιτών, λειτουργεί αποτρεπτικά σε κάθε δημιουργική προσπάθεια, ενώ, αποτελεί τον θεμέλιο λίθο για την ανάπτυξη της διαφθοράς, καθώς ο χρηματισμός είναι εφικτή λύση για όποιον θέλει να  παρακάμψει τα όποια εμπόδια... , γ) ο υδροκεφαλικός υπερπληθυσμός των πόλεων και ιδιαίτερα της Πρωτεύουσας και η ασύντακτη αστική ανάπτυξη, της οποίας προϊόν είναι η τερατώδης εικόνα της σημερινής πόλης, με συνεπακόλουθα την περιβαλλοντική καταστροφή, την συγκέντρωση της κύριας οικονομικής δραστηριότητας   εντός των ορίων του Λεκανοπεδίου και την υπόλοιπη χώρα οδηγείται –με ελάχιστες εξαιρέσεις-, στην παρακμή και την υποβάθμιση. Η περιφερειακή ανάπτυξη είναι, ακόμη, ζητούμενο, παρά τις εξαγγελίες, οι οποίες τελικώς, έχουν περισσότερο ως στόχο την πλήρωση σελίδων προεκλογικών προγραμμάτων, παρά ουσιαστικό περιεχόμενο και σχέδιο και αυτό ακριβώς το έλλειμμα είναι μία από τις βασικές αιτίες των σημερινών προβλημάτων μας.    Η περιφερειακή ανάπτυξη προϋποθέτει την δημιουργία όρων και διαδικασιών για την παραγωγή προϊόντος ως αποτέλεσμα πραγματικής οικονομικής και παραγωγικής διαδικασίας και όχι «φεστιβάλ επιδοτήσεων» ή «πάρτι κατάρτισης».
Επιπροσθέτως, η δημιουργία «περιφέρειας» στις περιοχές γύρω ή εντός, της Αθήνας, σηματοδοτεί την έκπτωση της ποιότητας ζωής και αυτό, το βιώνουν οι κάτοικοί της καθημερινά (έλλειψη χώρων, άναρχη και αυθαίρετη δόμηση, εγκληματικότητα, ανεπάρκεια υποδομών, ανεπανόρθωτες καταστροφές στο περιβάλλον κ.λπ.)
    Προ ημερών, από αγαθή τύχη, σε δημόσια συζήτηση, παρηκολούθησα την παρέμβαση του αρχιτέκτονα-μηχανικού, Κου Νικολάου Αλεξανδρόπουλου. Πρέπει να πω ότι πρώτη φορά άκουσα τόσο ξεκάθαρα και τόσο σαφώς διατυπωμένη άποψη για λύσεις στα προβλήματα της πόλης, το οποίο, όπως προανέφερα, κατά την άποψή μου, συνδέεται ευθέως και με τα βασικά προβλήματα της χώρας. Ο κος Αλεξανδρόπουλος με την φράση «στρατηγική συρρίκνωση της Αθήνας», κατά την άποψή μου, αποτύπωσε τον στρατηγικό στόχο της 10ετίας για την πόλη και ίσως, την πρόκληση για όλη την χώρα.
Με το 55%-60% του πληθυσμού να ζει στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας (Λεκανοπέδιο) φυσικό είναι να παράγονται, μόνον, ελλείμματα και να υπάρχει αδυναμία στην δημιουργία μιας σταθερής πορείας προς την ανάπτυξη, εφ’ όσον η υπόλοιπη Ελλάδα «ερημοποιείται» . Συνεπώς, η λύση στα προβλήματα της Αθήνας και του είναι, σε μεγάλο βαθμό, η βάση της λύσης για το πρόβλημα ανάπτυξης της χώρας.
Με αφορμή, λοιπόν, την πρόταση  περί στρατηγικής συρρίκνωσης της Αθήνας, επιχειρώ παρακάτω, να προκαλέσω τον διάλογο επί του θέματος. Παραθέτω κάποιες πρώτες σκέψεις-άξονες παρεμβάσεων και πολιτικής, με στόχο την αποφόρτιση της πόλης και την στροφή ανάπτυξης της περιφέρειας.
Ελπίζω, να κεντρίσω την περιέργεια και να κινητοποιήσω την φαντασία και άλλων συμπολιτών, με μεγαλύτερες δυνατότητες και γνώσεις,  και να τολμήσουμε να εκφράσουμε, δημόσια, όσα ψιθυρίζουμε μεταξύ μας. Ότι «δεν πάει άλλο», «γίναμε πάρα πολλοί», «η πόλη δεν αντέχει». Έτσι, μπορεί να δρομολογηθεί μια συζήτηση η οποία μεσο-μακροπρόθεσμα θα δώσει αποτελέσματα. 
Συνοπτικά, οι άξονες προβληματισμού οι οποίοι αναλύονται και παρουσιάζονται υπό την μορφή προτάσεως δράσεων έχουν ως εξής:
    Μεταφορά μονάδων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στρατοπέδων.
    Δημιουργία νέου Διοικητικού Κέντρου εκτός Αθήνας.
    Κίνητρα για εκούσια μετεγκατάσταση.
    Συγκρότηση συνεταιρ/κών δομών παραγωγής, όχι μόνο στον αγροτικό τομέα.
    Παροχή κλήρου γης - Συμμετοχή της Ελλαδικής εκκλησίας.
Αυτά σε συνέργεια με άλλες, άμεσες παρεμβάσεις, θεωρώ, ότι θα βελτιώσουν την ποιότητα ζωής στην Αθήνα (π.χ., η αφαίρεση της ασφάλτου και η επίστρωση των οδών με φυσικά υλικά, όπως η πέτρα, έχει ως αποτέλεσμα την σημαντική μείωση της θερμοκρασίας κ.ά.).
•    Μεταφορά Πανεπιστημιακών μονάδων από τα αστικά κέντρα Αθηνών & Θεσσαλονίκης προς την περιφέρεια.
Η μεταφορά Πανεπιστημιακών μονάδων από την Αθήνα, την Θεσσαλονίκη και άλλα αστικά κέντρα, και η εγκατάστασή τους στην περιφέρεια, θα έχει σημαντικά, θετικά αποτελέσματα αφ’ ενός μεν διότι θα αποφορτισθούν οι πόλεις αυτές, από σημαντικό μέγεθος οχλήσεως ενώ, αφ’ ετέρου, θα δοθεί η δυνατότητα αναπτυξιακών παρεμβάσεων στις περιοχές της μετεγκατάστασης. Επιπροσθέτως, θα υπάρξει μείωση της υψηλής ζητήσεως φοιτητικής κατοικίας και θα ελαφρυνθεί η οικονομική υποχρέωση των φοιτητών οι οποίοι θα φοιτούν στις σχολές που θα παραμείνουν.
Ευνοήτως, πρέπει να αποφευχθεί η πρακτική κατακερματισμού των σχολών και τμημάτων η οποία ήταν δημοφιλής κατά το παρελθόν. Οι σύγχρονες Πανεπιστημιακές μονάδες, πρέπει, να είναι ενιαίες χωρικά, εις τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή διοικητική λειτουργία τους και -κυρίως-, να προβάλλουν πλήρη εικόνα εκπαιδευτικής κοινότητας. Ενδεικτικά, π.χ., μπορεί να μεταφερθούν το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στην Φλώρινα,  το Ε.Μ.Π. στην Ήπειρο (περιοχή  με υπανάπτυξη και οικονομική δυσχέρεια), το Οικονομικό Πανεπιστήμιο στην περιοχή της Ν. Πελοποννήσου κ.λπ. Σαφώς και τίθεται ζήτημα επαναπροσδιορισμού της σκοπιμότητας υπάρξεώς τους, αναγκών και λειτουργικότητας των ήδη υπαρχόντων Πανεπιστημίων, τα οποία και δύνανται να συμπτυχθούν περισσότερο ή να αναδιοργανωθούν, συμπεριλαμβάνοντας και νέες σχολές από τα μετακινούμενα προς την αυτή περιοχή.
•    Μεταφορά στρατοπέδων
Έχει πραγματοποιηθεί, ήδη, μεταφορά στρατιωτικών μονάδων από την Αθήνα προς την περιφέρεια ή και η κατάργηση αρκετών εξ αυτών.  Αναψηλαφείτε, όμως, δυνατότητα επεκτάσεως των μετακινήσεων αυτών, επί παραδείγματι το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Ειδικών Δυνάμεων (Κ.Ε.Ε.Δ.), μπορεί να μετεγκατασταθεί στην περιοχή της Κομοτηνής και να αποκτήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο βαρύτητα συμβολικής παρουσίας.  Ομοίως και άλλες μονάδες -και ίσως και το Πεντάγωνο-, μπορούν να μετακινηθούν προς άλλες περιοχές της επικράτειας. Οπωσδήποτε αυτό θα συμβεί επί τη βάσει ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδιασμού -από κοινού με τις υπηρεσίες και θεσμικούς αρμοδίους για την Άμυνα της χώρας-, συμβατού με το ελληνικό αμυντικό δόγμα.
•    Παροχή κινήτρων για εκούσια μετεγκατάσταση πληθυσμού
Στο πλαίσιο της συγκρότησης ουσιαστικής πολιτικής για την αποκέντρωση, απαιτείται να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην παροχή κινήτρων σε νέους, προκειμένου, αυτοί να επιλέξουν ως περιοχή δραστηριοποίησής τους και μονίμου κατοικίας, πόλεις ή παντοειδής οικισμούς της περιφέρειας και μετακίνησή τους από την Αθήνα. Αυτά τα κίνητρα, μπορεί να είναι η φορολογικές προνομίες, επιδοτήσεις-επιχορηγήσεις και ειδικά χαμηλότοκα, μακροπρόθεσμα δάνεια για επαγγελματική-επιχειρηματική δραστηριότητα, παροχή γης για την δημιουργία αγρο-κτηνοτροφικών παραγωγικών μονάδων (ήδη, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων ξεκίνησε έναν παρόμοιο σχεδιασμό).  Παραλλήλως, απαιτείται η δημιουργία νέων υποδομών και η ανάπτυξη-βελτίωση των όσων, υπαρχόντων.
•    Συγκρότηση συνεταιριστικών δομών παραγωγής (στον αγροτικό και άλλους τομείς)
Επ’ αυτού, το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων έχει ξεκινήσει δράσεις και η πρώτη εικόνα είναι απολύτως θετική. Πρέπει όμως, να ληφθεί πρόνοια για την δημιουργία συνεταιρισμών με πεδίο δραστηριότητας ευρύτερου του συνήθους (π.χ., όχι μόνο καλλιεργητών αλλά και για τυποποίηση, συσκευασία ή διανομή). Ακόμη, χρήσιμο θα ήταν να προβλεφθεί και η δυνατότητα συνεταιρισμών κοινωνικών ομάδων  όπως πρ. φυλακισμένοι, απεξαρτημένα άτομα, μετανάστες κ.ά. Ποια η ωφέλεια π.χ., για την χώρα αλλά και για τους μετανάστες, να εμφανίζονται ως περιπατητές στο κέντρο της πόλης και να μην ενθαρρύνονται να αναπτύξουν παραγωγικές δραστηριότητες όπως η καλλιέργεια γης, προκειμένου και να απασχολούνται και να συμβάλουν ουσιωδώς στην ανάπτυξη.
•    Παροχή κλήρου από τις καλλιεργήσιμες/αξιοποιήσιμες εκτάσεις δημόσιας γης (πρόγραμμα σε εξέλιξη – επιτάχυνση)
Επ’ αυτού και όπως προανέφερα, υπάρχει πολιτική από πλευράς του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, είναι, όμως αναγκαίο να επιταχυνθούν οι διαδικασίες και να ξεκινήσει άμεσα η εφαρμογή του προγράμματος κα η γεωγραφική επέκτασή του. Αυτονόητη είναι η λήψη πρόνοιας για τις κατηγορίες πληθυσμού που αναφέρονται στην ακριβώς, προηγουμένη ενότητα.
•    Συμμετοχή της ελλαδικής εκκλησίας με χορήγηση κλήρου γης
Η εκκλησία, η οποία, διαθέτει μεγάλες εκτάσεις και αξιοποιήσιμα κτήματα και μπορεί και είναι απαραίτητο να συμμετέχει σε αυτήν την προσπάθεια υποστηρικτικά προς το Κράτος, στην βάση της προηγουμένης προτάσεως, με την παραχώρηση εκτάσεων όπου προκύπτει η ανάγκη ή κρατική αδυναμία παροχής.
•    Παρουσία υψηλού αριθμού παρανόμων μεταναστών
Η ανυπαρξία πολιτικής για την μετανάστευση και την απονομή ασύλου, οδήγησε στην συσσώρευση υπερπληθυσμού προσφύγων και παρανόμων μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας, με πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις.
Μέχρι σήμερα, δεν έχει υπάρξει μια ουσιαστική και ολοκληρωμένη συγκρότηση πολιτικής για την μετανάστευση, καθώς από την μια πλευρά το όλο θέμα αντιμετωπίζεται ως λαμπρό πεδίο επιδείξεως «φιλανθρωπίας» ή ως μια ομάδα από την οποία οι κομματικοί μηχανισμοί θα αντλήσουν προσωπικό για τις δραστηριότητές τους και θα …διακοσμήσουν συγκεντρώσεις ή επικρατεί η αφελής οπτική του «όλοι οι καλοί χωράνε», δίχως όρια και κανόνες. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η φασίζουσα θέση του γενικού διωγμού και η καλλιέργεια αντιπαλότητας με το μεταναστευτικό στοιχείο στο σύνολό του, αδιακρίτως.
Όμως, η πρακτική η οποία απορρέει από αυτού του είδους προσεγγίσεις, δεν βοηθά. Δεν είναι χώρος, εδώ, να επεκταθώ περισσότερο, όμως πρέπει να διαπιστωθεί το γεγονός ότι οι Κυβερνήσεις μέχρι σήμερα, ευρίσκονται εγκλωβισμένες στην αδυναμία τους να ισορροπήσουν μεταξύ των δύο αυτών προσεγγίσεων και δεν πέτυχαν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν μια ουσιαστική και συνεπή μεταναστευτική πολιτική και πολιτική για την απονομή ασύλου . Αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας, είναι η παρουσία πλήθους μεταναστών –ουσιαστικά, σύγχρονων αστικών νομάδων-, στο κέντρο της Αθήνας, με όσες επιπτώσεις αυτό συνεπάγεται. Το τι πρέπει να πράξει η Κεντρική Κυβέρνηση, έχει αναφερθεί και αναλυθεί. Περιληπτικά, να αναφέρω το ότι η αστυνόμευση πρέπει να συνδυάζεται με μέτρα ένταξης, ανάσχεση του, προς την Πρωτεύουσα, κύματος αιτούντων άσυλο, με την άμεση δημιουργία δομών υποδομής/φιλοξενίας στις πύλες εισόδου και εξέταση των αιτημάτων επιτοπίως, επιτάχυνση διαδικασίας απονομής κ.ά.
Πρέπει να δίδεται το μήνυμα ότι η Ελλάδα είναι συντεταγμένη, δημοκρατική Πολιτεία, με νόμους, θεσμούς τάξης, σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και με σαφές όριο, την συνταγματικότητα. Ο,τιδήποτε άλλο, έξω από αυτό το περιβάλλον, μπορεί να χαϊδεύει αυτιά, είναι όμως περισσότερο επικίνδυνο και απρόσφορο γιατί προκαλεί εξ αντανακλάσεως και ταυτοχρόνως, εμπεδώνει συντηρητικές αντιλήψεις και αφήνει έδαφος, αν όχι αποδοχής, τουλάχιστον, ανοχής σε ακραίες ρατσιστικές απόψεις.
Η ανάσχεση όμως, ακόμη και στο μέγιστο δυνατό, δεν αποτελεί αυτή καθ’ αυτή λύση στο υπαρκτό πρόβλημα των πολιτών και ειδικά των κατοίκων του κέντρου. Είναι αναγκαίο, ο Δήμος, να προβεί σε ενέργειες που θα συμβάλλουν αφ’ ενός στην διατήρηση του επιπέδου ζωής (συντήρηση πρασίνου, καθαριότητα κ.λπ.) και επίσης, στην πραγματοποίηση δράσεων με στόχο την επικοινωνία του γηγενούς στοιχείου με τους αλλοδαπούς, προκειμένου να αρθεί από την πλευρά των ελλήνων –αλλά και μονίμων, νομίμων μεταναστών-, ο φόβος για τον «άγνωστο ξένο» και από την πλευρά των μεταναστών να γνωρίσουν καλύτερα τον τόπο εγκατάστασής τους, τον γείτονά τους. Η πραγματοποίηση εκδηλώσεων με αυτόν τον σκοπό σε κάθε γειτονιά, αλλά και προγράμματα γνωριμίας της πόλης (π.χ. αρχαιολογικοί χώροι, παλιά Αθήνα κ.λπ.), είναι δράσεις που υποβοηθούν σημαντικά και πρωτοβουλίες που ο Δήμος πρέπει άμεσα να αναλάβει.
•    Δημιουργία νέου Διοικητικού Κέντρου εκτός Αθηνών
Η πόλη της Αθήνας, έχει εξαντλήσει, φοβούμαι,  υπό τις δεδομένες συνθήκες, κάθε δυνατότητα ποιοτικής βελτίωσης της ζωής των κατοίκων της. Η αστυφιλία, ιδιαίτερα τις 10ετίες του ‘60 και ’70, επέφερε τεράτωση των πληθυσμιακών δεδομένων και εξ αντικειμένου δεν υφίσταται, πλέον, η δυνατότητα ουσιαστικών, βελτιωτικών παρεμβάσεων. Η κατασκευή νέων «Αττικών Οδών», ακόμη και εάν ήταν δυνατή, θα προσέφερε μια ακόμη έκταση ακινητοποιημένων οχημάτων.
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και των μεταφορών/επικοινωνιών, δημιουργεί πρόσφορη συνθήκη για την έναρξη  συζήτησης περί δημιουργίας ενός νέου, σύγχρονου Διοικητικού Κέντρου (κατά τα πρότυπα της Washington). Εάν η άμεση μεταφορά της Διοίκησης -η οποία κατά την κρίση μου είναι προτιμότερη-, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα, είναι δυνατόν αυτή να πραγματοποιηθεί σταδιακά, με την μετακίνηση  σε πρώτη φάση, π.χ., των Υπουργείων Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, Παιδείας, Πολιτισμού και κατά την τελική φάση των υπουργείων Άμυνας, Εξωτερικών Επικρατείας, Οικονομικών κ.λπ. Ευνοήτως, σε όλο το μεταξύ των φάσεων μετακίνησης διάστημα, θα αξιοποιείται για συστηματική προετοιμασία των επομένων μετακινουμένων Υπηρεσιών, έτσι ώστε να μην δημιουργηθούν κενά στην Διοίκηση.
Το μέτρο της μεταφοράς του Διοικητικού κέντρου, προφανώς, εάν δεν συνοδεύεται με παράλληλο, ουσιαστικό εκσυγχρονισμό του όλου διοικητικού συστήματος της χώρας, θα οδηγήσει μακροπρόθεσμα στην δημιουργία μιας νέας «Αθήνας». Επομένως, είναι αναγκαία η αλλαγή, η εξ ολοκλήρου μεταρρύθμιση  και εκσυγχρονισμός του διοικητικού συστήματος, με χάραξη νέων διοικητικών ενοτήτων (Περιφερειακών, Νομαρχιακών, Δημοτικών), με κριτήρια αναπτυξιακά, ισοδύναμης κατανομής πόρων, δυνατοτήτων και βαρών. Επίσης, είναι αυτονόητη η αποκεντρωτική αντίληψη, η οποία, θα πρέπει να επικρατήσει και επομένως, η μεταφορά πλήρους , τουλάχιστον, διοικητικής αρμοδιότητας στις αυτοδιοικητικές οντότητες στα πεδία της υγείας, αστυνόμευσης, εκπαίδευσης, φορολόγησης (να αποδίδονται προς το Κράτος μόνον οι φόροι εισοδήματος και όλοι οι υπόλοιποι να τίθενται και να εισπράττονται από τους ΟΤΑ, με την ενδεχόμενη υποχρέωση αποδόσεως μερίσματος προς την Κεντρική Κυβέρνηση).  Ο σημερινός «Καλλικράτης», αν και έχει στοιχεία φιλότιμης προσπάθειας, παρέμεινε φοβικός και ανεπαρκής. Απαιτείται ρηξικέλευθη παρέμβαση στο επίπεδο αυτό, ούτως ή άλλως.
--------------------------------------------------------
Θέλω να πιστεύω ότι η συζήτηση επί των θεμάτων που παρατίθενται, ως εναύσματα,  σε αυτό το κείμενο, αποτελεί μια καλή εκκίνηση προβληματισμού και ο εμπλουτισμός ή αναθεώρησή τους, από καταλληλότερους ειδικούς και επιστήμονες, μπορεί να οδηγήσει στον σχεδιασμό αποφασιστικών βημάτων στα προβλήματα της πόλης των Αθηνών και της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας. Η σημερινή πόλη-κράτος Αθήνα, με τον υπερπληθυσμό και την υπερ-συγκεντρωμένη εξουσία, απομυζά, με διάθεση αυτοκρατορίας, ό,τι υπάρχει στην περιφέρεια.
Η αύξηση της παραγωγικότητας και η συνεπαγομένη μείωση της ανεργίας σε αποδεκτά επίπεδα, η μείωση κόστους κατοικίας και η αναβάθμιση της ποιότητας στην καθημερινή ζωή και η βελτίωση των περιβαλλοντικών όρων, είναι κάποιες, μόνον, από τις συνεπαγόμενες ωφέλειες από την αποφόρτιση της Πρωτεύουσας, την αποκέντρωση της εξουσίας και τον σχεδιασμό ενός νέου, σύγχρονου διοικητικού συστήματος.

Αθήνα 17 Σεπτεμβρίου 2011                                                                                       λυκούργος Χατζάκος

Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟ & ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

Κάθε συζήτηση ή ανάλυση, σχετικά, με τις όποιες εξελίξεις στην περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου ή και ειδικότερα την Μέση Ανατολή, δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να παραβλέπει τον Τουρκικό παράγοντα και την επιρροή την οποία, αυτός, ασκεί στην γεωγραφική, αυτή, ενότητα.
Η Εξωτερική πολιτική της χώρας μας, έχει κατά την τελευταία, περίπου 10ετία, προσανατολισθεί σε μία Ευρωκεντρική θεώρηση και δεν αξιολογεί αναλόγως της βαρύτητάς τους σημαντικά δεδομένα και γεγονότα, πέραν των ορίων της άμεσης οπτικής της, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται στην πράξη η σημασία των παγκοσμίων εξελίξεων. Με αυτή την αντίληψη, συνηθίζουμε, να θεωρούμε την Τουρκία υπό την μονοδιάστατη οπτική των μεταξύ μας σχέσεων ή των σχέσεων αυτής με την Ευρώπη. Κατ’ αυτή την προσέγγιση, όμως, παραβλέπονται δύο σημαντικά στοιχεία: πρώτον, ότι η γειτονική μας χώρα έχει, εξ αιτίας, της γεωγραφικής της θέσεως, στην συμβολή τριών ηπείρων (Ασίας-Ευρώπης-Αφρικής) –δηλαδή, στην καρδιά του «τριγώνου της αστάθειας», εφ’ όσον είναι το κομβικό εκείνο κράτος μεταξύ Ν.Α Ευρώπης (Βαλκανίων), Μέσης Ανατολής και Καυκάσου- και δεύτερον, τα σημαντικά πληθυσμιακά και οικονομικά μεγέθη της. Ο συνδυασμός αυτών των δεδομένων, προσδίδει στην Τουρκία, ιδιαίτερα υψηλή γεωστρατηγική και γεωπολιτική σημασία και την καθιστά, εκ των πραγμάτων, βασικό στρατηγικό παίκτη, εντός μίας εκτεταμένης γεωγραφικής ζώνης, τεκμήριο που οι περισσότεροι, είτε αγνοούμε, είτε υποβαθμίζουμε σκοπίμως. Επομένως, εάν η ανάλυσή μας, παραβλέπει και χάριν αυταρέσκειας υποβαθμίζει την συνολική παρουσία της γείτονος, τότε είναι ελλιπής και συνεπώς οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα και ανεπαρκή σχεδιασμό εξωτερικής πολιτικής.
Ίσως, φανεί περιττή η δημόσια συζήτηση σχετικά με αυτό ή και άλλα παρόμοια θέματα, και εκφράζεται πολλές φορές ο ισχυρισμός ότι «αυτά δεν αφορούν τον μέσο πολίτη, παρά είναι αντικείμενο κάποιων ειδικών». Μία τέτοια αντίληψη δεν ευσταθεί, διότι καμία εξωτερική πολιτική, ακόμη και  η πλέον, άριστα σχεδιασμένη, δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί αποτελεσματικά, εάν δεν υπάρχει συναίνεση της κοινής γνώμης· σήμερα δε, τούτο, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα δεδομένου του παγκοσμιοποιημένου διεθνούς περιβάλλοντος, εντός του οποίου η άσκηση εξωτερικής πολιτικής απαιτεί ενεργητικές και δημοκρατικές κρατικές οντότητες, με πολίτες απαλλαγμένους από εμμονές και ιδεοληψίες -κυρίαρχες και βολικές παλαιότερα, αλλά, σήμερα, στις νέες διεθνείς συγκυρίες, παντελώς αρνητικές και δυσλειτουργικές-, προκειμένου να υπάρχουν προοπτικές βιωσιμότητας και αποτελέσματος.
    Εάν, όμως, η Τουρκία είναι τόσο σημαντικός παράγων του διεθνούς συστήματος τότε, είμαστε ανίσχυροι και επομένως, αναπόφευκτα, οδηγούμεθα στην ηττοπαθή αποδοχή της υπεροχής της Τουρκικής πολιτικής; Αντιθέτως! Η Ελλάδα διαθέτει ισχυρό οπλοστάσιο πλεονεκτημάτων, επιχειρημάτων και χειρισμών. Επί παραδείγματι, η Ευρωπαϊκή προοπτική εμφανίζεται απείρως πιο ελκυστική από τον νέο-Οθωμανισμό. Επίσης, πρέπει να συγκρατηθεί ή εμφανής και κρίσιμη στροφή ορισμένων κύκλων εντός της Ε.Ε. (π.χ. Η.Β.) καθώς και των Αμερικανών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν, πλέον, με σκεπτικισμό και επιφυλάξεις την ενδυνάμωση του Ισλαμισμού στην Τουρκία του Erdogan.
Είναι, όμως, αναγκαίο, σε κάθε σχεδιασμό, να λαμβάνονται υπ’ όψιν πραγματικά δεδομένα και όχι να διατηρούνται εμμονές και φοβικές προσεγγίσεις παλαιοτέρων εποχών, να αναλύονται ψύχραιμα και αντικειμενικά όλες οι παράμετροι και κυρίως, να καταβληθεί, από όλους, κάθε δυνατή προσπάθεια, προκειμένου να επανακάμψει η χώρα στη θέση που της αρμόζει, τόσο στον διεθνή/Ευρωπαϊκό χώρο, όσο και ειδικώτερα στην Ν.Α Ευρώπη και την Μεσόγειο.

Γεωγραφικά – πληθυσμιακά στοιχεία
    Με όμορες χώρες αφ’ ενός, την Ελλάδα, την Βουλγαρία την Αρμενία και την Γεωργία και αφ’ ετέρου το Ιράκ, την Συρία και το Ιράν, η Τουρκία, είναι η πύλη και η γέφυρα μεταξύ Ανατολής-Δύσης, μεταξύ ισλαμικού-μη ισλαμικού κόσμου. Εντός της επικράτειας του τουρκικού κράτους, συμβιώνουν 3 μεγάλες εθνότητες: Τούρκοι, Κούρδοι και Λαζοί. Η συντριπτική πλειοψηφία είναι Σουνίτες μουσουλμάνοι και πολύ μικρές μειοψηφίες Χριστιανών. Κληρονόμος της άλλοτε κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η πολιτική και οικονομική elite, ποτέ δεν απαρνήθηκε την αντίληψη που μια αυτοκρατορία έχει, τόσο σε σχέση με τους λοιπούς παράγοντες του διεθνούς συστήματος, όσο  και στην προσέγγιση με τους πρώην … υπηκόους.
    Η θέση της στον χάρτη -δίπλα στον Εύξεινο, την Κασπία, την Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια-, η δυνατότητά διείσδυσης στις μουσουλμανικές δημοκρατίες της πρ. ΕΣΣΔ και επίσης,  η σταθερότητα και συνέπεια με την οποία σχεδιάζει και ασκεί την εξωτερική πολιτική της και η Δυτικού τύπου δημοκρατία της, κατέστησαν την Τουρκία αξιόπιστο σύμμαχο της Δύσης και σημαντικό παράγοντα σταθερότητας και ασφαλείας, ειδικά για την Δ. Ευρώπη, τα Βαλκάνια, τον Καύκασο την Κεντρική Ασία και την Μέση Ανατολή. Με τον δεύτερο σε μέγεθος στρατό στους κόλπους της Βόρειο-Ατλαντικής Συμμαχίας, η Τουρκία είναι ένα κράτος-κλειδί για τον σχεδιασμό της πολιτικής των Δυτικών Δυνάμεων, στην ευαίσθητη και εύφλεκτη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Επί 10ετίες, οι μεγάλες Δυνάμεις, χρησιμοποιούν την Τουρκία ως «γραφίδα χάραξης» της πολιτικής τους για την περιοχή, ενώ η ιδιαίτερα σημαντική γεωπολιτική της θέση, παρέχει την δυνατότητα να ανταποκρίνεται στον ρόλο αυτό, εξυπηρετώντας και τα δικά της συμφέροντα.

Τουρκική εξωτερική πολιτική:Ιδεολογία-στρατηγική-μεταβολές
Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Ahmad Davoutoglou
    Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας προκύπτει ως αποτέλεσμα των γενετικών συνιστωσών της κρατικής της υπόστασης καθώς και των πολλαπλών παραμέτρων οι οποίες διαμορφώνουν την σύγχρονη πραγματικότητά της.
    Στην προσπάθεια, να αποκτήσουμε μια εικόνα και να κατανοήσουμε αυτήν την πολιτική και τους σκοπούς της, σε αδρές πάντοτε γραμμές, δεν πρέπει να λησμονούμε το αυτοκρατορικό παρελθόν1 της, αλλά και να γνωρίζουμε το ιδεολογικό υπόβαθρο των επιλογών και των στόχων, τους οποίους, επιχειρεί να υλοποιήσει, σε κάθε τομέα, σε κάθε γεωγραφική ενότητα όπου παρεμβαίνει, ως δρών παράγων του διεθνούς συστήματος.
Η οικονομική και ηθική παρακμή της Αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις οι οποίες επήλθαν στην διεθνή σκηνή, από την επιτυχή έκβαση της Οκτωβριανής επανάστασης στην Ρωσία, επέφερε την περίοδο εκείνη υποβάθμιση του ισλαμισμού και του τουρκισμού, απαραίτητα συστατικά στοιχεία συνοχής του Οθωμανικού κράτους και ευνόησε την εμφάνιση και εδραίωση του κινήματος των Νεότουρκων2, του οποίου εξέλιξη είναι ο Κεμαλισμός3, δηλαδή, η πολιτική και ιδεολογική παρακαταθήκη του Mustafa Kemal Ataturk4. Το κράτος των νέο-τούρκων, αντί να ενδώσει στην προοπτική να καταστεί αντίπαλος άξονας της Δύσης, επέλεξε την στρατηγική συμμαχία με αυτήν.
    Οι βάσεις αυτής της ιδεολογικής παρακαταθήκης, συνίστανται σε έξι βασικά σημεία, έξι βασικές αρχές:
i. Εθνικισμό, ii. Κοσμικότητα του κράτους, iii. Λαϊκισμό,
iv. Ρεπουμπλικανισμό, v. Κρατισμό, vi. Ρεφορμισμό.
Με τον Εθνικισμό να αποτελεί την ιδεολογική αιχμή στην χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, ο στρατός –τουλάχιστον, μέχρι την εμφάνιση του ΑΚΡ5 και του Erdogan-, ήταν ο θεματοφύλακας και απόλυτος εγγυητής για την διατήρηση αυτών των αρχών και στο εσωτερικό της χώρας.
Το Σύνταγμα του ΄82 νομιμοποιούσε τις παρεμβάσεις των Ενόπλων Δυνάμεων στην πολιτική σκηνή –είτε υπό την μορφή «ήπιας νουθεσίας» είτε ως ευθεία κίνηση ανατροπής της εκλεγμένης κυβερνήσεως και ανάληψη της εξουσίας ή αναθέσεως της σε πολιτική ομάδα επιλογής του Επιτελείου-, παρέχοντας υπερεξουσίες στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Η πρόσφατη τροποποίηση του Συντάγματος αυτού, με την αφαίρεση των υπερεξουσιών και τον περιορισμό του στρατεύματος εντός των θεσμικών πλαισίων του ρόλου του6, αποτελεί ένα μεγάλο βήμα και σημαντική επιτυχία της κυβερνήσεως Erdogan, κινείται στην κατεύθυνση θεραπείας εν μέρει του δημοκρατικού ελλείμματος.
Είναι κοινά αποδεκτό το γεγονός, ότι η παρουσία του AKP και των Erdogan - Davoudoglou στην πολιτική ηγεσία και επομένως στον επιτελικό σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής, παρουσιάζει υψηλό ενδιαφέρον και είναι μεγάλη η πρόκληση για την ανάλυσή και την εξεύρεση απαντήσεων από την Ελληνική πλευρά.
Η συνύπαρξη του διδύμου αυτού στην τουρκική πολιτική ηγεσία, έχει πετύχει να καλλιεργήσει θετικό κλίμα στις χώρες που επιδιώκει να έχει παρουσία ή να διατηρεί θετική ουδετερότητα.

Αλλαγές στην στρατηγική της Τουρκικής Εξωτερικής Πολιτικής
        Σχετικά με το νέο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας, υπό την νέα ηγεσία, αυτό, περιγράφεται ως προς την θεωρητική του εξαγγελία στο βιβλίο7 του Ahmed Davoudoglou. Με κεντρική σκέψη ότι στις αβεβαιότητες και τα κενά, που προέκυψαν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, εάν ένα υποκείμενο της διεθνούς σκηνής δεν κινητοποιηθεί, ακόμη και εκτός των ορίων που προσδιορίζονται εκ των αντικειμενικών πολιτικών δυνατοτήτων και εφικτών στόχων του, ελλοχεύει ο κίνδυνος απώλειας και των, ήδη, κεκτημένων του.  Χαρακτηριστικά αναφέρει «…Μια πολιτική, η οποία προτιμά αντί του εντατικού ρυθμού, τον εφησυχασμό της διατήρησης του status quo , δεν θα μπορέσει όχι μόνο να μετατρέψει την γεωπολιτική σε παγκόσμια δραστηριότητα αλλά ούτε να διατηρήσει καν τα υφιστάμενα σύνορα».
        Η νέα, σε ένα βαθμό υπερφίαλη και υπεροπτική θεώρηση του Τ/Υπουργείου Εξωτερικών,  μέσω της οποίας φιλοδοξεί να καταστήσει την Τουρκία τον κύριο στρατηγικό παράγοντα στην περιοχή, θεωρεί ως επιβεβλημένη την ανάπτυξη μιας διπλωματίας που αφ’ ενός, αξιοποιεί την ιστορική εμπειρία της (οθωμανικής και εντεύθεν περιόδου) και αφ’ ετέρου, εφαρμόζει καλώς επεξεργασμένα εναλλακτικά σχέδια, μέσω των οποίων θα ασκεί συνεχή και μεθοδευμένη, συστηματική επιρροή στην διεθνή ενδοχώρα της και παραλλήλως, θα επεκτείνει την δράση της σε πολλές άλλες περιοχές, εισάγοντας, όπως προανέφερα, την αντίληψη νέο-οθωμανισμού, ο οποίος εμπεριέχει τον παν-Τουρκισμό.
Στην πρακτική άσκηση της πολιτικής αυτής, στα πεδία των διπλωματικών αναμετρήσεων, επιδιώκεται η καταλαγή ή εκμηδένιση των προβλημάτων με τις γειτονικές σε αυτήν χώρες ή εκείνες, στις οποίες, έχει επενδύσεις συμφερόντων. Ενεργοποιείται σε διεθνείς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, Η.Ε. κ.λπ.)και επιδεικνύει μεγάλο ζήλο στην συμμετοχή της σε διεθνείς αποστολές· σημαντικό κεφάλαιο επενδύει στην ανάληψη ρόλου μεσολαβητή, όταν εξελίσσεται κάποια κρίση (π.χ. Συρία-Ισραήλ, πρόσφατα στην Λιβύη κ.ά.). Ιδιαιτέρως πρέπει να συγκρατηθεί η επιτυχία της διασκέψεως, μετά από Τουρκική πρωτοβουλία, της Συρίας και του Ισραήλ (2006), η προσέγγιση με την Αρμενία και την Περιφερειακή Κυβέρνηση του Β. Ιράκ (Ιρακινό Κουρδιστάν).
Από το 2008, με την απεμπλοκή της από την εποπτεία του Δ.Ν.Τ. και την μετέπειτα αναβάθμισή της ως συμμετόχου στην ομάδα G20, απέκτησε ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Δηλαδή, βρίσκεται στην ομάδα η οποία αποτελεί –έστω και ατύπως-, έναν θεσμό παγκόσμιας διακυβέρνησης και δεν είναι, απλώς, ένα ακόμη κράτος-αποδέκτης της χαρασσόμενης πολιτικής των δυνάμεων, ένα «πιόνι στην μεγάλη σκακιέρα», αλλά, ισότιμος συνομιλητής και σε μεγάλο βαθμό συμμετέχει στην διαμόρφωση αυτής της πολιτικής. Είναι αναγνωρίσιμη θεωρώ, η αίσθηση ότι η Τουρκία πολύ λίγο ενδιαφέρεται σήμερα για την τύχη της ένταξης της στην Ε.Ε. και πως έχει αποκτήσει ευρυτέρα θεώρηση των πραγμάτων από την αυστηρά ευρωπαϊκή προοπτική της. Εκτιμώ, ότι η σύγχρονη Τουρκία αντιλαμβάνεται τον ρόλο της ως εκείνον ενός περιφερειακού στρατηγικού παίκτη, αλλά, παραλλήλως και ως μέλος  ενός ευρυτέρου παγκοσμίου συστήματος αποφάσεων και διακυβερνήσεως.

Τουρκία στα Βαλκάνια
Η Τουρκική παρουσία στην Βαλκανική εκδηλώνεται με προσπάθεια για επίτευξη πολύ-επίπεδων συνεργασιών  με στόχο την ενίσχυση της επιρροής της και αποτελεί μία μόνιμη και σταθερή επιδίωξη. Ειδικά, μετά την πτώση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και τον τερματισμό του Ψυχρού πολέμου, η τουρκική εξωτερική πολιτική παρουσίασε υψηλή και έντονη κινητικότητα προκειμένου να εκμεταλλευθεί τα γεωστρατηγικά κενά που δημιουργήθησαν με την λήξη του και να αυξήσει τον βαθμό επιρροής της.
Κατά την διάρκεια των συγκρούσεων στην περιοχή, κατ’ εξοχήν συνέπεια της διαλύσεως της Ο.Δ. Γιουγκοσλαβίας, η Άγκυρα επέτυχε να ακολουθήσει μία αρκετά ισορροπημένη τακτική, έτσι ώστε και να μην παγιδευτεί σε μία εθνο-θρησκευτική πολιτική γραμμή (δεδομένου του κοινού θρησκεύματος με τους Βόσνιους μουσουλμάνους και τους τουρκογενείς η τους μουσουλμάνους της Βουλγαρίας, FYROM, Κοσσυφοπεδίου και Αλβανίας, πληθυσμούς με τους οποίους συνδέεται με ιστορικούς-πολιτικούς και θρησκευτικούς δεσμούς, από το παρελθόν). Η στάση της συνίστατο στην αποδοχή των δεδομένων συνόρων και την διευθέτηση των διαφορών στην βάση του υφισταμένου status quo. 
Δίχως να παραβλέπει την πολυπλοκότητά και τις εν γένει ιδιομορφίες της περιοχής, η Τουρκία άσκησε με συνέπεια και σταθερότητα την εξωτερική πολιτική της. Συμμετείχε, ενεργά, σε όλες τις διεθνείς δραστηριότητες, με παράλληλη αποστολή στρατού και ανθρωπιστικής/αναπτυξιακής υποστηρίξεως.  Στο πεδίο της διπλωματικής δράσεως, συνέβαλε κατά πολύ στην προσέγγιση Βοσνίων μουσουλμάνων και Κροατών της Βοσνίας, ενώ φιλοξένησε υψηλό αριθμό προσφύγων (περί τις 300.000), από τις περιοχές της Βοσνίας και του Κοσσυφοπεδίου.
Παρά τις αντίθετες απόψεις, η Τουρκία έχει υψηλό ενδιαφέρον για την διατήρηση ηρεμίας στην περιοχή των Βαλκανίων. Τούτο, διότι, μια γενικευμένη κρίση αφ’ ενός, θα λειτουργούσε αποσταθεροποιητικά, με ενδεχόμενο την διάχυση κρίσεως και στην ίδια την τουρκική επικράτεια αφ’ ετέρου, εκ του γεγονότος ότι τα Βαλκάνια ως γεωπολιτική γέφυρα, συνιστούν τον στρατηγικό σύνδεσμό της με την Δ. Ευρώπη. Επιπροσθέτως, δίδεται η δυνατότητα να χρησιμοποιεί τις καλές της σχέσης, προκειμένου να δημιουργεί «οχλήσεις» ή να συντηρεί ασάφειες στην ελληνική πλευρά, όπως π.χ. η πρόσφατη εξέλιξη επί του θέματος της υφαλοκρηπίδας με την Αλβανία. Προφανώς, η ευθύνη για την ατυχή εξέλιξη του ζητήματος, ευθύνεται και η ελληνική ανεπάρκεια.

Ελληνοτουρκικές σχέσεις-ανάγκη για μια άλλη προσέγγιση
Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν μεν,  εξειδικευμένο πεδίο, κρισίμου και αμέσου εθνικού ενδιαφέροντος, είναι όμως εσφαλμένη η θεώρησή τους -όπως προανέφερα-, υπό την μονοδιάστατη οπτική που παραδοσιακά ακολουθείται. Είναι αναγκαίο, να προσεγγίζονται με ολιστική οπτική,  η οποία θα περιλαμβάνει την ανάλυση για τις εκατέρωθεν επιδιώξεις σε πλήρες εύρος γεωπολιτικού και γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος.
Υπό την οπτική αυτή, θεώρηση, θα ήταν πολύ πιο ευέλικτη, έγκαιρη και αποτελεσματική η ελληνική διπλωματία, π.χ., η αποτροπή δυσμενών εξελίξεων στις χώρες της Μ. Ανατολής σχετικά με το ψευδοκράτος (την κατεχόμενη Κύπρο), αποτροπή αποδοχής τουρκικών εισηγήσεων στα διεθνή Ισλαμικά φόρα (Αραβικό Σύνδεσμο, Ισλαμική Διάσκεψη κ.λπ.) ή και ακόμη, θα παρείχετο δυνατότητα για συγκροτημένη και επωφελέστερη οικονομική-επιχειρηματική παρουσία σε αυτές τις περιοχές, δεδομένου ότι υπάρχει αντίστοιχη παραγωγή προϊόντων και ανταγωνισμός σε παροχή υπηρεσιών (αγροτικά προϊόντα, τουρισμός, κατασκευές κ.ά.). Αυτό συνεπάγεται, βεβαίως, αντίστοιχη προσαρμογή αντίληψης από τους θεσμικούς φορείς για την διαχείριση των διεθνών υποθέσεων της ελληνικής Πολιτείας και αντιμετώπιση από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, λιγώτερο ανασφαλή.
Συνελόντι ειπείν, η ΕΕΠ, πρέπει να αντιληφθεί την ουσία των αλλαγών στον κόσμο και ειδικώτερα στην Βαλκανική και την ευρύτερη περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου, Τούτο, συνδυαζόμενο με την κριτική και όχι φοβική ανάγνωση και αντιμετώπιση της Τουρκικής στρατηγικής, οδηγεί στην συγκρότηση μιας σύγχρονης, στοχευμένης και ευέλικτης γραμμής εξωτερικής πολιτικής, η οποία θα απαντά ουσιαστικά και αποτελεσματικά στις νέες προκλήσεις, στις νέες συνθήκες, έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται εντός του μεταβαλλομένου, ανοικτού Παγκόσμιου περιβάλλοντος.
Δεν θα ήθελα να επεκταθώ περισσότερο, επί του θέματος αυτού, άλλος είναι ο σκοπός του κειμένου και όχι η επικέντρωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά, νομίζω ότι ήταν αναγκαίο να υπάρξει, αυτή η συνοπτική αναφορά.

Τουρκική παρουσία στην Μέση Ανατολή
Με την συγκέντρωση του μεγαλυτέρου όγκου των ενεργειακών-πετρελαϊκών αποθεμάτων του πλανήτη, η Μέση Ανατολή, συγκεντρώνει το υψηλό ενδιαφέρον όλων και απετέλεσε –και συνεχίζει να αποτελεί-, πεδίο συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων, όχι μόνον μεταξύ Ανατολής και Δύσεως (και μετά την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ.), αλλά και έντονου ανταγωνισμού μεταξύ Δυτικών δυνάμεων.
Η σχέση Αραβικών λαών και Τουρκίας είναι μια σχέση η οποία έχει βαθειά ιστορική αναφορά, ενώ, αυτό καθ’ αυτό, το γεγονός ότι η Τουρκία – ως Οθωμανική Αυτοκρατορία-, είχε υπό την κατοχή της όλες τις Αραβικές χώρες, συνεπάγεται πλεονεκτήματα για τις επιδιώξεις της Άγκυρας, αλλά και εμπόδια.
Προκειμένου να κατανοηθεί η έκταση των σχέσεων Τουρκίας και Αραβικών κρατών, πέραν της κοινής Πίστεως, είναι σκόπιμο να συγκρατείται και το δεδομένο ότι η εκδίωξη του Ισλάμ από την Ευρωπαϊκή Ήπειρο, συνεπακόλουθη της πτώσεως των χαλιφάτων Γρανάδας και Κορδούης, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέμεινε ως η μόνη κραταιά μουσουλμανική δύναμη σε όλη την περιοχή, τουλάχιστον, μέχρι τον Α΄Π.Π.
Ο δυτικό-μορφος χαρακτήρας και ο κοσμικός προσανατολισμός της νεώτερης Τουρκίας, προκαλεί μεν, αρνητικά αισθήματα σε μερίδα θρησκευόμενων Αράβων πλην, όμως, δεν επαρκεί να αντισταθμίσει τα πλεονεκτήματα που επιφέρει η καλλιέργεια καλών σχέσεων με έναν, σχεδόν ισότιμο, συνομιλητή της Δύσεως και ομόδοξο παράγοντα της ευρύτερης περιοχής της Ν.Α. Μεσογείου και Μ. Ανατολής.
Παραλλήλως, η αναγνώριση από την Τουρκική πλευρά του κράτους του Ισραήλ και η καλλιέργεια σχέσεων με το κράτος αυτό, έγινε έγκαιρα και σε χρόνο ο οποίος δεν επηρέαζε ή διακύβευε συμφέροντα στις αραβικές περιοχές και παρέχει στην Άγκυρα την ευχέρεια χρήσεως διπλής γλώσσας και αμφίπλευρης προσεγγίσεως. Αυτά βέβαια, θα αποκτούσαν μικρή έως μηδενική αξία, εάν η Τουρκία δεν είχε το έλεγχο των υδάτινων πόρων ολοκλήρου της περιοχής, εφ’ όσον ο Τίγρης και ο Ευφράτης, έχουν τις πηγές και ικανό τμήμα τους εντός των τουρκικών εδαφών. Το δεδομένο αυτό δίνει ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο, ειδικώτερα σε σχέση με το Ιράκ και την Συρία, χώρες οι οποίες εξαρτώνται άμεσα από τα ύδατα των ποταμών αυτών.
Η τουρκική κυβέρνηση, ανέκαθεν κατέβαλλε προσπάθεια ενισχύσεως της επικοινωνίας και επιρροής στις Αραβικές χώρες και τις χώρες του Κόλπου, είτε με την δραστηριοποίησή της στους διεθνείς ισλαμικούς οργανισμούς (π.χ., Οργανισμό Ισλαμικής Διάσκεψης) είτε αναπτύσσοντας διμερείς σχέσεις με τις χώρες αυτές. Η επέμβαση του Συνασπισμού στο Ιράκ, αρχικά, εμφανίστηκε ως ευκαιρία για την Τουρκική πολιτική να αναλάβει τον διαμεσολαβητικό ρόλο με την Δύση.
Τουρκία & Ιράκ: Οι σχέσεις της Τουρκίας με το σημερινό απελεύθερο Ιράκ, αξίζουν ιδιαίτερης αναφοράς, διότι, αντικατοπτρίζουν πλήρως και σε ευρεία έκταση, την τουρκική τακτική και στρατηγική επιχείρηση διεισδύσεως στον αραβικό κόσμο. Κατ’ αρχάς, δεν πρέπει να λησμονείται η άρνηση της Άγκυρας για την παροχή διευκολύνσεων στις δυνάμεις του Συνασπισμού κατά την επιχείρηση εναντίον του καθεστώτος του Sadam Husein. Η άρνηση αυτή τάραξε, σχετικά, τις Αμερικανοτουρκικές σχέσεις, αλλά, όχι σε βαθμό που αυτές θα κλυδωνίζονταν σε κρίσιμο επίπεδο.
Οι τουρκικοί ελιγμοί που έφεραν την Συρία και το Ισραήλ σε κοινό τραπέζι διαπραγματεύσεων, ήταν κάτι που εξισορροπούσε απολύτως και καθιστούσε ανεκτή –έστω και μετά δυσκολίας-, την επίδειξη αλληλεγγύης από την Άγκυρα προς ομόδοξο καθεστώς.
Η τουρκική διπλωματία, κινητοποιήθηκε, όμως, συστηματικά και έντονα την επόμενη ημέρα. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός της συνεχούς παρουσίας του σημερινού Τ/ΥΠΕΞ και τότε ειδικού απεσταλμένου του Τούρκου Πρωθυπουργού, σε όλο σχεδόν το διάστημα 2006-2008. Η προσπάθεια αυτή, κατέστησε την Τουρκία τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο του απελεύθερου Ιράκ (80% των Ιρακινών, εξωτερικών εμπορικών συναλλαγών του Ιράκ) και πιστώνεται ως επιτυχία της πολιτικής της, η εξομάλυνση των σχέσεων με την Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση (Β. Ιράκ).
Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι, παρά τα κατά περιόδους προβλήματα8 που προέκυπταν από την τρομοκρατική δράση του PKK9 και τα οποία, περισσότερο χρησίμευαν στην εξάσκηση παραγόντων της KRG10, στην  άρθρωση εθνικών βερμπαλισμών, παρά στην αποτροπή Τουρκικών ενεργειών που θα έπλητταν την οργάνωση των ομοεθνών τους τρομοκρατών δρώντων εντός των Τουρκικών εδαφών. Από την άλλη πλευρά, οι πολεμικές ιαχές του Erdogan και οι βρυχηθμοί των Στρατηγών της Αγκύρας, κανέναν σκοπό δεν είχαν, πλην αυτού της ικανοποίησης του αισθήματος της Τουρκικής κοινής γνώμης, για τις θανατηφόρες επιθέσεις των μαχητών του ΡΚΚ. Τούτο, εύκολα συνάγεται, εάν αναλογισθούμε ότι ουδέποτε αεροπορικά πλήγματα επέφεραν σοβαρές απώλειες και ζημίες σε ολιγομελείς ανταρτικές ομάδες (οι αντάρτες του ΡΚΚ κινούνται σε ομάδες 5-10 ατόμων), ιδιαίτερα, όταν αυτές καταφεύγουν σε ορεινές, δύσβατες περιοχές όπως αυτή του όρους Kandil. Ακόμη, δεν πείθεται κανείς, ότι ο … υγιεινός περίπατος ομάδας 300 καταδρομέων στην ίδια περιοχή και σε βάθος ολίγων εκατοντάδων μέτρων από την συνοριακή γραμμή έχει οποιοδήποτε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Τουλάχιστον, όχι κατά εμπείρων και εχόντων άριστη γνώση του χώρου, αποφασισμένων ανταρτικών σχηματισμών. Είναι σαφές, ότι εάν η Τουρκική κυβέρνηση, είχε πρόθεση και δυνατότητα αναλήψεως ουσιαστικής κατασταλτικής δράσεως, τότε και η τακτική θα ήταν διαφορετική και οι στρατιωτικές δυνάμεις εμπλοκής υπέρτερες των 300… κατά/εκδρομέων. Ακόμη και οι πρόσφατες (Οκτωβρίου 2011) επιθέσεις κατά στόχων του ΡΚΚ εντός του Ιρακινού εδάφους, είναι της ιδίας υφής και στοχεύσεως, ίσως πιο εντυπωσιακές καθώς υπάρχει και η … «ευγενής άμιλλα» με τις Ιρανικές  δυνάμεις﷽

Η Αραβική Άνοιξη σε χρόνο δεύτερο (άρθρο το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Μεταρρύθμιση")

Ο όρος «Μέση Ανατολή» επικράτησε, προκειμένου, να εξυπηρετηθούν ιστορικές ανάγκες  συμφερόντων και πολιτικών σκοπιμοτήτων. Τα γεωπολιτικά-γεωγραφικά όριά της, είναι ασαφή και κατά την διάρκεια ιστορικών περιόδων μεταβαλλόμενα. (π.χ., από το Μαρόκο έως το Αφγανιστάν και από τον Καύκασο έως το Σουδάν). Σε αυτό, συνέβαλε το γεγονός ότι καθ’ όλη την διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο γεωπολιτικός διαχωρισμός αφορούσε στην διάκριση μεταξύ Χριστιανικής Δύσεως και τον κόσμο του Ισλάμ, στον οποίο, η προεξάρχουσα δύναμη (Οθωμανική Αυτοκρατορία), κατείχε τα εδάφη αυτά. Η παρακμή και η σμίκρυνση της Οθωμανικής επικράτειας, επέβαλε την ανάγκη γεωγραφικής οριοθέτησης.
Την εποχή του Α΄Π.Π., το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό (μετά από μακρά διαβούλευση γεωπολιτικών-γεωγράφων, ιστορικών και γραφειοκρατών), προσδιόρισε ως «Μέση Ανατολή», την περιοχή από τον Περσικό Κόλπο έως την Ινδική Χερσόνησο, κατά αντιδιαστολή προς την «Εγγύς Ανατολή»1, η οποία περιλαμβάνει τα Ανατολικά Βαλκάνια, την Ελλάδα την Τουρκία και την  Αίγυπτο.
Έκτοτε, ο στρατηγικός σχεδιασμός, κυρίως, της Βρετανίας και μετέπειτα των Η.Π.Α., μετέθεσε τα Δυτικά όρια της Μ. Ανατολής (Middle East) και περιέλαβε ολόκληρη την Αραβική Χερσόνησο, την Αίγυπτο, την Λιβύη, το Ισραήλ, την Ιορδανία, τον Λίβανο, την Συρία και το Ιράκ2. Ως «Εγγύς Ανατολή» (Near East) κατέληξε, σήμερα να ορίζονται τα Ν.Α. Βαλκάνια, η Ελλάς και η Δυτική Τουρκία.
Όμως  και σήμερα, ο προσδιορισμός των γεωγραφικών ορίων της Μ. Αν/λής, παρουσιάζει διαφοροποιήσεις, ακόμη και μεταξύ υπηρεσιών του ιδίου κράτους, όπως π.χ. αυτές του State Department και του Department of Defense3.

Εξωτερικές παρεμβάσεις: Ευρώπη/Δύση:
Οι παρεμβάσεις4 εκ μέρους των Ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν εξέλειπαν ποτέ, ιδιαίτερα κατά τον 18ο και 19ο αι., εντοπιζόμενες επί του ελέγχου στρατηγικών διαδρόμων προς την Άπω Ανατολή και επί εμπορικών συμφερόντων. Με την ανακάλυψη των ενεργειακών αποθεμάτων της Μ.Α., κατέστησαν ιδιαίτερα έντονες, ενώ δεν απεφεύχθη και η ένοπλη στρατιωτική παρουσία. Οι παρεμβάσεις αυτές, χαρακτηρίζουν αντίστοιχες περιόδους.
Για την Δυτική και ειδικότερα την Ευρωπαϊκή Τάξη μία εκ των προτεραιοτήτων οι οποίες ετίθεντο, για την διασφάλιση του διακυβεύματος των πετρελαϊκών πόρων, ήταν η αποτροπή δημιουργίας ρεύματος Παναραβισμού και η συνακόλουθη συγκρότηση περιφερειακής Αραβικής δυνάμεως5. Εκεί απέβλεπε και η συντονισμένη στρατηγική των αποικιακών δυνάμεων να αναπτύσσουν, πολιτιστικώς -μέσω πολιτικής/οικονομικής και πολιτισμικής/ εκπαιδευτικής κυριαρχίας-, τις κατά τόπους παραδοσιακές ηγεμονίες και τις άρχουσες τάξεις, γαιοκτημόνων ή φυλάρχων, έτσι ώστε να ασκούν και μέσω αυτών, τον έλεγχο των μαζών, την δημόσια διοίκηση και του στρατού που ήταν προορισμένος στην τήρηση της τάξεως και στην επικουρία των μητροπολιτικών δυνάμεων σε περίπτωση ευρυτέρας διεθνούς συρράξεως.
Αρχικά, η Ναπολεόντεια εκστρατεία στην Αίγυπτο –πρώτη άμεση στρατιωτική ενέργεια στα εδάφη της Μ.Α.-, χαρακτηρίζει την φάση του εμμέσου επεκτατισμού6. Ο Α΄ Π.Π. και η ταυτόχρονη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δίνουν την ευκαιρία στις Δυνάμεις της ANTAT (ουσιαστικά, της Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας), να διεκδικήσουν τον έλεγχο  των εδαφών από τα οποία εξεδιώκετο η Υψηλή Πύλη.
Αυτή η αντιπαράθεση και η διαπραγμάτευση για την διαδοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -γνωστή και ως «Ανατολικό Ζήτημα»-, οριοθετεί την περίοδο της αποικιοκρατικής κυριαρχίας. Στο πλαίσιο αυτής, δίδεται από πλευράς της Κ.Τ.Ε, εντολή διά της οποίας ο έλεγχος του Λιβάνου και Συρίας περιήλθε στην Γαλλία. Η Παλαιστίνη και το Ιράκ τίθενται υπό τον έλεγχο του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ και η Αίγυπτος τίθεται υπό Βρετανικό έλεγχο.
    Ακολούθως, μετά την επικράτηση του Νασσερικού κινήματος, η αλληλουχία γεγονότων στην Αίγυπτο και την Συρία, προκαλεί την Βρετανική επέμβαση στο Σουέζ και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την επόμενη φάση, αυτή της νέο-αποικιακής κυριαρχίας, η οποία και τυπικά αρχίζει με την λήξη του Β΄ Π.Π., την ίδρυση του Ισραηλινού κράτους και την ανάδειξη του νέου στρατηγικού «παίκτη», των Η.Π.Α.
Αίτια εγκαθιδρύσεως & διατηρήσεως των καθεστώτων
     Η αδυναμία των οικονομιών των Ευρωπαϊκών Αποικιακών Δυνάμεων να συνεχίσουν και μετά τον Β΄ Π.Π., τους προηγούμενους ρυθμούς στην παροχή του  αντισταθμίσματος οικονομικής ανάπτυξης και ευμάρειας των -υπό τον έλεγχο τους-, Αραβικών πληθυσμών οδήγησε στην ανάπτυξη των εθνικών/απελευθερωτικών κινημάτων στις περιοχές της Μ. Ανατολής και το Maghreb7.
Παραλλήλως, η αδυναμία να επιβάλλουν την στρατιωτική καταστολή των κινημάτων αυτών, έδωσε την δυνατότητα ανατροπής της «Τάξης Πραγμάτων» στις χώρες της περιοχής (Ιράκ, Συρία, Λιβύη, Αλγερία κ.λπ.) και λειτούργησε ευνοϊκά στην κατεύθυνση εγκαθίδρυσης καθεστώτων τύπου Sadam Hussein ή Gaddafi. Επίσης, σημαντικά συνέβαλε η ανεπάρκεια  της άρχουσας τάξης στις χώρες αυτές και η ανατροπή των φιλελεύθερων και ανεκτικών στην θρησκευτική διαφορετικότητα elite, και η δημογραφική έκρηξη8 συνέπεια, κυρίως, της βελτιστοποιήσεως των παροχών υγείας, οι οποίες, εμείωναν την βρεφική και παιδική θνησιμότητα και μεγιστοποιούσαν το προσδόκιμο ζωής.
Ώρα Ανατροπής
    Γεγονός είναι ότι οι αυταρχικές-ολοκληρωτικές δομές πολιτικής οργάνωσης στις χώρες αυτές –προφανώς συνέβαλλε η νομαδική αραβική φύσις και η Ισλαμική παράδοση-, επέδειξαν αξιοσημείωτη, ισχυρή αντοχή, ακόμη και μετά την πτώση της ΕΣΣΔ. Εύλογα, διερωτάται κάποιος τι προεκάλεσε την επάλληλη ανατροπή τους στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή;
    Εν πολλοίς, είναι βάσιμος ο ισχυρισμός ότι τα αίτια της ανατροπής, αυτών των καθεστώτων ταυτίζονται ή είναι παρόμοιας υφής με τα αίτια τα οποία προεκάλεσαν την γέννησή τους. Ειδικότερα, είναι δυνατόν να κωδικοποιηθούν ως ακολούθως :
1) Η κακέκτυπη αντιγραφή του Σοβιετικού μοντέλου στην οικονομία, συνέπεια της «Αραβικού τύπου» εκδοχής του σοσιαλισμού.
2) Τα εντεινόμενα προβλήματα νομιμοποιήσεως των καθεστώτων και αδυναμία αυτών, να διαχειρισθούν μια στρατιωτική ήττα ή/και την οικονομική παρακμή. Καθεστώτα τύπου  Sadam Hussein στο Ιράκ ή του Muamar Al-Gaddafi στην Λιβύη ή ακόμη και του Hafez Al-Assad στην Συρία, όσο και αν έδειχναν ακλόνητα, εδράζονταν σε σαθρό υπόβαθρο και το ενδιαφέρον εστιάζεται, στην αναζήτηση των αιτιών της μεγάλης διάρκειας τους και στην διαχείριση της πραγματικότητας μετά την πτώση τους. Στηριζόμενα σε μία, «μαρξίζουσα», αντιαποικιοκρατική ρητορεία, επέτυχαν για διάστημα μεγαλύτερο της 40ετίας, να επιβάλουν ένα καθεστώς ολοκληρωτισμού, δίχως κλείδες ελέγχου της εξουσίας και με φυσικό επόμενο την κατάδυση τους στην απόλυτη διαφθορά!
3) Η ανάπτυξη, η οποία, βελτίωσε την ποιότητα ζωής και επέφερε την αστικοποίηση, η βελτίωση στην εκπαίδευση με συνεπαγόμενη την καλλιέργεια και αύξηση προσδοκιών της κοινής γνώμης και κυρίως, της δυνατότητας εκφράσεώς τους.
4) Η εμφατικώς τιθεμένη ατζέντα -από πλευράς των Η.Ε. και του διεθνούς, δρώντος περιβάλλοντος-,  των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατίας.
5) Τα παραδείγματα εκδημοκρατισμού άλλων κρατών. Είναι γεγονός ότι η εικόνα της εκτελέσεως του Sadam Hussein, είχε μεγαλύτερες επιπτώσεις από ότι κάποιος θα αξιολογούσε. Η εκτέλεσή του από τους απόβλητους του παλαιού καθεστώτος, Σιΐτες οπαδούς του Moqtada Al-Sadr, έστειλε το μήνυμα στους υπηκόους, άλλων Αραβικών κρατών,  ότι δηλαδή, οι δυνάστες τους είναι και αυτοί τρωτοί και θνητοί. Επιπροσθέτως, κατέστη σαφές, ότι και η εξουσία, μπορεί να είναι διεκδικούμενη και προσιτή και τούτο το μήνυμα, αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν απευθύνεται σε μία λαότητα όπως οι Άραβες, η οποία ήταν -και  εν πολλοίς είναι-, πειθαρχημένη, λόγω πολιτισμικής-θρησκευτικής παραδόσεως, στην «ηγεσία» (το ίδιο το Κοράνι επιβάλλει την υποταγή στον ηγέτη).  
6) Κατά κοινή ομολογία, ιδιαίτερα σημαντικό, ρόλο έχει η ανάπτυξη της τεχνολογίας και του διαδικτύου
Εάν ανασυνθέσουμε τα γεγονότα της τελευταίας περιόδου, μετά την επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων στο Ιράκ, θα αναγνώσουμε τις προαγγελίες για την όλη, αυτή, προκύψασα κατάσταση.
Η χαμηλή οικονομική ανάπτυξη, σε χώρες, όπως η Αίγυπτος ή η Τυνησία, στις οποίες ο παραγόμενος πλούτος διεμοιράζετο μεταξύ μιας κλειστής ομάδας κοντά στην εξουσία, ενώ, η πλειοψηφία του λαού αντιμετώπιζε ιδιαιτέρως οξυμένα προβλήματα καθημερινής επιβίωσης, σε συνδυασμό με το παντελώς, ανύπαρκτο δημοκρατικό πλαίσιο, τον ολιγαρχικό ή και αυταρχικό χαρακτήρα των καθεστώτων9 όπως της Λιβύης ή της Συρίας, αποτελούσαν την βάση για τις εν δυνάμει ταραχές ή επαναστάσεις. Επίσης, η ύπαρξη μειονοτικών ομάδων, σε υψηλά ποσοστά (σε κάποιες περιπτώσεις, άνω του 30%) π.χ., Ιράκ, Συρία ή η πολυφυλετική σύνθεση των κοινωνιών όπως στην Λιβύη, συνέθεταν ένα εκρηκτικό μείγμα το οποίο αναζητούσε το έναυσμα και ήταν θέμα χρόνου και μόνον η πρόκληση της έκρηξης. Η δυσκαμψία των καθεστώτων αυτών, δεν επέτρεψε την έγκαιρη μεταλλαγή και εκσυγχρονισμό τους, με αποτέλεσμα, ο «θάνατος του εμποράκου» στην Τύνιδα να πυροδοτήσει αλυσίδα εκρήξεων αλλαγών και την πτώση των καθεστώτων.
Διεφθαρμένες κυβερνώσες elite, καχυποψία στις αλλαγές, και προσπάθειες εκσυγχρονισμού, λόγω της κρατούσας αντιλήψεως ότι το ωφέλιμο είναι το επιβεβλημένο, απλουστευτική φύσις αντιλήψεις περί οικουμενικότητας, είναι οι βασικές συνιστώσες του ιδεολογήματος που στήριξε τις εξουσίες αυτές.
Μια ματιά στα στατιστικά δεδομένα των Η.Ε10. συμβάλλει, κατά πολύ, στην εξαγωγή συμπερασμάτων: 
Εσωτερικές-διακοινοτικές συγκρούσεις κατά την περίοδο 1997-2001
Κριτήριο η  οικονομική ανάπτυξη                               Κριτήριο  το επίπεδο δημοκρατίας
Ανεπτυγμένα κράτη 2%                                              Δημοκρατίες 12%
Μέσης ανάπτυξης 30%                                               Ασταθή ή υπό μετάβαση 30%
Λιγότερο ανεπτυγμένα 56%                                       Δικτατορίες & λπ. 46%
    Είναι προφανές, ότι σήμερα, οι χώρες με δημοκρατικά ελλείμματα ή χαμηλή οικονομική ανάπτυξη, εμφανίζουν υψηλές πιθανότητες διακοινοτικών και εσωτερικών συγκρούσεων, ενώ, αυτές οι πιθανότητες, ευρίσκονται σε ευθέως ανάλογη αντιστοίχηση με το έλλειμμα δημοκρατίας και οικονομικής δυσπραγίας.
Χρήσιμο, επίσης, είναι, να συγκρατείται το δεδομένο ότι, ενώ η κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Μέση Ανατολή, δεν χαρακτηρίζεται από σταθερότητα, ουδέποτε υπήρξε στροφή σε διακρατικές αντιπαραθέσεις, παρά και το γεγονός ότι τα σύνορα των περισσοτέρων των χωρών της Μ. Ανατολής, ειδικά των Αραβικών, είναι τεχνητά και κατασκευασμένα από τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις «επί χάρτου»11. Σε αυτό, σημαντικό ρόλο, ίσως, διαδραματίζει η παρουσία του «σατανά» Ισραηλινού Κράτους και η χαίνουσα πληγή του Παλαιστινιακού.
Ασυναρτησία – το παράδειγμα του Ιράκ
    Την βίαιη ανατροπή ενός καθεστώτος, ακολουθεί μια κατάσταση κατά την οποία, τα παλαιά συστήματα καταρρέουν και τα νέα δεν έχουν σχηματισθεί ακόμη και συνεπώς προκαλείται κενό εξουσίας. Αυτό συνεπάγεται απώλεια ελέγχου και διαχειρίσεως της «συνέχειας» και της «αλλαγής», αδυναμία καθορισμού δικαίου και εφαρμογής της δικαιοσύνης, αμηχανία προ των προκλήσεων επιλογών συνεργασίας ή συγκρούσεως.
    Το φαινόμενο αυτό, της πολιτικής «ασυναρτησίας», είναι ιδιαίτερα έντονο στο απελεύθερο Ιράκ, δεδομένου ότι, ενώ το στρατιωτικό  σκέλος της επιχείρησης ήταν άρτιο -τόσον στο επίπεδο σχεδιασμού, όσο και κατά την εκτέλεσή του-, το πολιτικό σκέλος, ήταν παντελώς απροετοίμαστο και εξέλειπε κάθε σοβαρός στρατηγικός σχεδιασμός.
    Δεν υπήρχε καμία ικανή πολιτική παράταξη ή προσωπικότητα που θα ηγείτο της νέας πραγματικότητας με συνέπεια να βεβηλωθεί η έννοια του «κράτους» και να κινδυνέψει η χώρα να μεταφερθεί στην προτεραία νομαδική κατάστασή της, συνεπικουρούντων προς την κατεύθυνση αυτή και των τραγικά αστόχων αποφάσεων και ενεργειών της CPA12 επί διοικήσεως  L. Paul Bremer13, κάτω από τον αδικαιολόγητη σπουδή –σε όρια πανικού-, προσπάθεια από-Μπααθοποιήσεως.
Παρά το ότι, εδώ, η ανατροπή του καθεστώτος δεν επήλθε από εσωτερικές δυνάμεις, αλλά, προέκυψε μετά από διεθνή στρατιωτική παρέμβαση, είναι αναμφισβήτητο ότι η ανατροπή του Sadam και του Ιρακινού Baath, λειτούργησε –όπως προανεφέρθη-, καταλυτικά στην συνείδηση των Αραβικών ή Αραβόφωνων πληθυσμών στην επελθούσα τροχιά ανατροπών και δημοκρατικών διεκδικήσεων. Στην περίπτωση της «Αραβικής άνοιξης», δηλαδή στην ανατροπή -ή την δημόσια αμφισβήτηση, μέσω ευθέων ακόμη και ενόπλων, συγκρούσεων πολιτών και δυνάμεων καταστολής-, των καθεστώτων στις λοιπές Αραβικές ή αραβόφωνες χώρες, η Δύση, έδειξε ότι «έλαβε το μήνυμα» και απέφυγε, επιμελώς, να επαναλάβει σφάλματα, τα οποία κατέδειξε η Ιρακινή εμπειρία.
Επελέγη η οδός της «ενεργητικής» αναμονής και ενισχύσεως των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων, η πολιτική απομόνωση των καθεστώτων στην διεθνή σκηνή και μέτρα αποστερήσεως κρισίμων οικονομικών προσόδων τους ή κεφαλαίων. Όπου κρίθηκε αναγκαίο,  η ένοπλη επέμβαση πραγματοποιήθηκε μόνον, μετά από επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις των μαχόμενων και περιορίσθηκε στις απολύτως απαραίτητες ενέργειες. Απεφεύχθη η ανάληψη ολοκληρωτικής στρατιωτικής δράσεως, αλλά, κρίθηκε προτιμότερη η ενέργεια μέσω προληπτικών ή υποστηρικτικών πληγμάτων επί στρατηγικών στόχων, υποβοηθώντας τις μαχόμενες, επίγειες αντικαθεστωτικές δυνάμεις.
Δεν είναι εφικτό να ισχυρισθεί, κανείς, ότι η αποκατάσταση της δημοκρατίας στις χώρες αυτές, προσιδιάζει στα δυτικά πρότυπα. Ούτε ότι η δικαιοσύνη επέρχεται αυτομάτως και οι όποιες διακρίσεις παύουν αμέσως.
Είναι ευνόητη η έκρηξη αντιποίνων και συσσωρευμένης οργής, συνέπεια 10ετιών καταπίεσης, είναι φυσικό φαινόμενο η εκτόνωση και η εμφάνιση της πολιτικής «ασυναρτησίας». Η νέο-αναδυομένη δημοκρατία στις χώρες αυτές, μπορεί να χαρακτηρισθεί περισσότερο ως «εκλογική δημοκρατία» παρά ως ουσιαστική, δημοκρατική πολιτεία. Η εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών και η καλλιέργεια δημοκρατικού ήθους και συμπεριφοράς, αποτελεί ζητούμενο, ακόμη και για αρκετές Ευρωπαϊκές κοινωνίες, πολύ περισσότερο ζητούμενο είναι όταν πρόκειται για λαότητες, οι οποίες, στερούνται δημοκρατικής παιδείας και για οι οποίες μόλις άρχισε να γίνεται αισθητή,  στο πρόσωπό τους, η αναγεννητική πνοή του ανέμου ελευθερίας και δημοκρατικής πολιτικής διεργασίας.  
Σε κάθε περίπτωση, είναι προτιμότερη η διέλευση των κοινωνιών αυτών από το στάδιο αυτό, παρά η συνεχιζόμενη παραμονή τους υπό τον ζυγό του ολοκληρωτισμού και της παρανοϊκής εξουσίας γραφικών τυραννίσκων. Το επιχείρημα, ότι «όλα είναι συνωμοσία δυτικών συμφερόντων» δεν αποτελεί δικαιολογία για την διαιώνιση της τυραννίας και καταπίεσης αυτών των εθνών. Η Δημοκρατική Δύση έχει χρέος να σταθεί δίπλα σε αυτούς τους λαούς και να στηρίξει με κάθε μέσο την προσπάθειά τους για πρόοδο και εκδημοκρατισμό.
Αθήνα 28 Σεπτεμβρίου. 2011
                                              λυκούργος Χατζάκος