Σάββατο 24 Μαρτίου 2012


Η μετανάστευση στις  ημέρες της απόγνωσης

            Η δημοσιονομική κρίση και η ύφεση στην οικονομία, αναδεικνύουν τον κίνδυνο που εμφιλοχωρεί ώστε το θέμα των μεταναστών, να καταστεί μείζον πρόβλημα κοινωνικής συνοχής, ενώ η υποχρέωση σε μετακίνηση προς αναζήτηση εργασίας σε χώρες της Ε.Ε. ή αλλαχού, νέων Ελλήνων πολιτών, προξενεί αισθήματα πικρίας και επιτείνει την προδιάθεση για οργή από πλευράς της ελληνικής κοινωνίας. Οργή που εάν αφεθεί να ξεσπάσει, φοβούμαι ότι μεγάλο τμήμα της θα εκτονωθεί εναντίον των μεταναστών.
Σε κάθε περίπτωση, όταν οι άνθρωποι μετακινούνται, είναι ευάλωτοι, αγχωμένοι και η ανασφάλεια κυριαρχεί την συμπεριφορά τους. Ακόμη και κατά τις μετακινήσεις ρουτίνας, αν και επιδρά ή δύναμη της συνήθειας και δεν είναι απολύτως συνειδητή αυτή η αίσθηση, θα παρατηρήσουμε ότι όλοι μας είμαστε ευαίσθητοι σε κάποιον άλλο θόρυβο, έξω από τον καθημερινό, στρέφουμε το βλέμμα αν ακουστεί κάποιος βηματισμός και θέλουμε να φθάσουμε το ταχύτερο δυνατόν στην ασφάλεια του χώρου τον οποίο γνωρίζουμε. Μπορούμε, επομένως, να φανταστούμε, πόσο αυτά τα αισθήματα οξύνονται όταν η μετακίνηση είναι αιφνίδια και ο προορισμός άγνωστος, δεν αφορά στην υποχρεωτική αυτή καθημερινότητα, αλλά προκύπτει υπό  όρους εξαναγκασμού, βίας –όχι μόνον της προκαλουμένης εκ φυσικών καταστροφών ή εμπολέμων καταστάσεων, αλλά και εξ αυτής την οποία γεννά η οικονομική ένδεια.
Από την άλλη πλευρά, η κοινωνία υποδοχής και ειδικότερα όταν δεν είναι προετοιμασμένη, εκλαμβάνει την έλευση των «ξένων» ως εισβολή και κυριαρχείται σταδιακά από την ανασφάλεια και τον φόβο, συναισθήματα που προκαλούνται τόσο από την παρουσία του άγνωστου και απρόσωπου αλλοδαπού, όσο και εκείνη την οποία επιφέρει η ύπαρξη μιας οικονομικής κρίσης, καθώς διάφοροι ανόητοι καλλιεργούν την εντύπωση ότι για την ανεργία των γηγενών ή ημεδαπών, ευθύνεται η παρουσία ξένων και όχι η ύφεση και η αδυναμία αναπτυξιακής δυναμικής.
Εντός αυτού του πλαισίου, η πιθανότητα δημιουργίας οξύνσεων, συνδυαζόμενη με την απουσία ουσιαστικής πολιτικής για την μετανάστευση και αδιάβλητων, αποτελεσματικά λειτουργικών θεσμικών οργάνων, αυξάνεται σε υψηλά επίπεδα επικινδυνότητας. Η πρόσφατη εμπειρία μας, το επιβεβαιώνει. Η ανεπάρκεια των οργάνων της Πολιτείας και η παρουσία αλλοδαπών, υπό καθεστώς γκρίζας ζώνης και σε κατάσταση οριακής εξαθλίωσης, απουσία ουσιαστικών ελέγχων έδωσε σε κάποια φασιστοειδή αποβράσματα την δυνατότητα να εκμεταλλευτούν το κενό και να «πουλάνε» προστασία στους κατοίκους του Αθηναϊκού κέντρου και να εκτονώνουν την ψυχωτική αθλιότητά τους, πάνω σε κάθε μετανάστη. Κατά τα ειωθότα, ο διάλογος  διεξάγεται σε κλίμα υστερίας και τηλεοπτικής προσέγγισης, δίχως διατύπωση ουσιαστικής πρότασης από καμία πλευρά, ούτε αυτή των μεταναστοπατέρων, ούτε εκείνη των μεταναστομάχων. Όμως το μεταναστευτικό δεν είναι ήσσονος σημασίας κοινωνικό ζήτημα, καθώς συνδέεται άμεσα με την κοινωνική συνοχή, την παραγωγική διαδικασία, την δημόσια τάξη και ενδεχομένως σε κάποιες περιπτώσεις και με την εθνική ασφάλεια. Σε καμία περίπτωση δεν είναι ζήτημα που πρέπει να προσεγγίζεται με αφέλεια ή να χρησιμοποιείται ως όχημα επίδειξης και καταξίωσης.
            Η εικόνα που παρουσιάζει η ελληνική Πολιτεία στην αντιμετώπιση του θέματος, επιτρέπει την γέννηση σοβαρών αμφιβολιών που σχετίζονται με το κατά πόσο υπάρχει συνείδηση της ευθύνης την οποία συνεπάγεται η ύπαρξη άνω του 1,5 εκμ. αλλοδαπών. Η γενική αρχή της πολιτικής πρακτικής, να παραπέμπεται κάθε «καυτό» πρόβλημα στο μέλλον και η ενασχόληση με «σοβαρά» προβλήματα και όχι σοβαρή ενασχόληση με τα προβλήματά μας, εφαρμόσθηκε απολύτως και σε αυτή την περίπτωση. Σύμφωνα με αυτή την πρακτική, η πολιτική για την μετανάστευση, καρκινοβατεί ανάμεσα στην άρνηση και στην αφομοίωση, δίχως να διαμορφώνεται ένα σαφές και καθαρό πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον. Πρέπει να αποφασίσουμε αν θα είμαστε χώρα αφομοίωσης –έστω και μερικής- των μεταναστών είτε χώρα μη αφομοίωσης, δηλαδή χώρα που απλώς αναζητά εργατικό δυναμικό και όχι νέους πολίτες. Είναι προφανείς οι διαφορές που ανακύπτουν από την  διάκριση των δύο αυτών προσεγγίσεων. Επ’ αυτού, δεν έχει προκληθεί καμία συζήτηση και μόνον δόγματα εκφράζονται. Κάθε πλευρά λαϊκίζει και η προκαλούμενη αντιπαράθεση στερείται ουσιαστικού περιεχομένου.
            Αν για το ζήτημα των νομίμων και ειδικότερα των οικονομικών μεταναστών του πρώτου κύματος από την Αλβανία και τις πρώην Ανατολικές χώρες έχει, έστω και εκ των πραγμάτων, δρομολογηθεί κάποια λύση –με πάντοτε ανοικτά τα θέματα ένταξης και δικαιωμάτων που δεν πρέπει να θεωρούνται ασήμαντα ή άνευ αναγκαιότητας παρεμβάσεων-, το μείζον ζήτημα σήμερα ανακύπτει από την παράνομη και αθρόα προσέλευση αλλοδαπών από την Ασία ( Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ιράκ κ.ά.) και από χώρες της Αφρικής. Μεταξύ των δύο ρευμάτων ανιχνεύονται σημαντικές διαφοροποιήσεις. Αφ’ ενός, οι πρώτοι μετανάστες ήταν πιο κοντά πολιτισμικά στην ελληνική κοινότητα (λόγω θρησκευτικών και κοινωνικών συναφειών) και αφ’ ετέρου είχαν στην μεγάλη πλειοψηφία τους προορισμό την Ελλάδα, είτε προσωρινά για την συγκέντρωση κάποιου κεφαλαίου από την εργασία τους και μετά να επιστρέψουν στην πατρίδα τους είτε αποσκοπούσαν σε μόνιμη μετοικεσία· οι πληθυσμοί μεταναστών του νέου ρεύματος, προσέρχονται με κάθε μέσο στην χώρα, προκειμένου να την χρησιμοποιήσουν κυρίως, ως πύλη εισόδου και διάμεσο σταθμό, για την μετάβασή τους σε  άλλες, ανεπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. (Γερμανία, Σουηδία κ.λπ.) ή τις Η.Π.Α. και Καναδά (σε μια διαδρομή μέσω Ισπανίας). Για λόγους είτε οικονομικής αδυναμίας είτε νομικών εμπλοκών (σύλληψη, καταγραφή κ.λπ.), «κολλάνε» στην Ελλάδα και δημιουργείται κατ’ αυτόν τον τρόπο μια κατηγορία σύγχρονων νομάδων πόλεων, από τους οποίους, άλλοι αρνούνται και άλλοι  αδυνατούν να καταγραφούν και να αποκτήσουν νομιμοποιητικά έγγραφα, με επακόλουθη συνέπεια την ανεξέλεγκτη περιφορά τους στα αστικά κέντρα. Η αδυναμία, ταυτοπροσωπίας και προσδιορισμού της χώρας  προελεύσεως (όχι της χώρας διελεύσεως) –εφ’ όσον οι Διπλωματικές Αρχές των χωρών αυτών είτε δεν επιθυμούν την συνεργασία με τις ελληνικές Αρχές είτε πράγματι αδυνατούν να βεβαιώσουν την υπηκοότητά τους-, καθιστά αδύνατη την επαναπροώθησή τους και φυσικά δεν υπάρχουν κρατητήρια που να χωρέσουν όλους αυτούς τους ανθρώπους, με αποτέλεσμα μετά από κάποιες ημέρες (30-90 στην χειρότερη περίπτωση), να αφήνονται ελεύθεροι, για να επανεκκινήσει ο κύκλος όταν συλληφθούν την επόμενη φορά. Εφ’ όσον δεν αισθάνονται τον έλεγχο ή ακόμη και αυτήν την ελάχιστη υποχρέωση λογοδοσίας, την οποία συνεπάγεται η καταγραφή τους από τις Αρχές, δεδομένης της ένδειας και απόγνωσης -συνδυαζόμενες με το πολιτισμικό background (π.χ., για κάποιον φανατικό ισλαμιστή, η καταβολή χρηματικού αντιτίμου είναι υποχρέωση των αλλοθρήσκων για την δυνατότητά τους να έχουν άλλη θρησκεία και να συνεχίσουν να ζουν)-, αυξάνονται οι κίνδυνοι τέλεσης εγκληματικών πράξεων, φυσικά όχι ως γενικευμένη κατάσταση, από ακραία ή άτομα με οριακή και παραβατική συμπεριφορά.
Προβλήματα στον σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικής για την μετανάστευση: Το μεταναστευτικό είναι θέμα με δύο κατευθύνσεις. Ή αντιμετωπίζεται ως  ζήτημα κοινωνικής ένταξης ή ως ζήτημα Δημόσιας Τάξης (και αν υπερβούμε αυτό το όριο, εύκολα, τρέπεται και σε πρόβλημα Εθνικής Ασφάλειας). Ατυχώς, η επί 10ετίες, έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής για την μετανάστευση ή η ατολμία με την οποία αντιμετωπίζεται το θέμα, έχει οδηγήσει τα πράγματα –ειδικά στο κέντρο της Αθήνας-, στα όρια της δεύτερης εκδοχής, με τις ομάδες νεοφασιστών να αλωνίζουν υποκαθιστώντας τις Αρχές.
Ο σχεδιασμός μιας πολιτικής για την μετανάστευση οφείλει να αφορά σε όλα τα στάδια που περιλαμβάνει η μετακίνηση. Απαιτούνται δηλαδή πρόνοιες για την είσοδο, την υποδοχή, την καταγραφή την παροχή εγγράφων ταυτοπροσωπίας και νομιμοποιητικών της παραμονής ή διαμονής, τον καθορισμό ποιός είναι μετανάστης και ποιός πρόσφυγας και ποιος δικαιούται απονομής ασύλου και για ποιους λόγους (ο ορισμός και οι προβλέψεις της Συμβάσεως της Γενεύης έχουν εκ των πραγμάτων ξεπερασθεί). Ο όποιος σχεδιασμός όμως, πρέπει να είναι συμβατός με την επιλογή στόχου ο οποίος θα έχει τεθεί σχετικά με την προσδοκία αυτής της πολιτικής. Δηλαδή, θα στοχεύει στην πολιτική αφομοίωσης-ενσωμάτωσης ή απλώς θα διαχειρίζεται έναν πληθυσμό μεταναστών και θα δημιουργεί συνθήκες που θα τους υποχρεώνει να εγκαταλείψουν την χώρα, αφού πρώτα τους έχει εκμεταλλευθεί ως εργατικό δυναμικό; Η δεύτερη επιλογή φυσικά και δεν είναι δυνατόν να υπάρξει, εκτός του ότι στερείται ηθικής, δεν είναι συμβατή με την γενικότερη αντίληψη στην Ε.Ε. και κυρίως, με τις αρχές του σύγχρονου δικαίου. Η χρήση όρων αφομοίωση, ενσωμάτωση, ένταξη, προκαλεί σύγχυση καθώς η σημασιολογία τους δεν καθορίζεται επακριβώς. Οι όροι ενσωμάτωση και ένταξη είναι πολιτικοί και επομένως το περιεχόμενο και η σημασιολογία τους, υπόκεινται στις εκάστοτε κοινωνικές μεταβολές. Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η ύπαρξη μιας «ένταξης» και «ενσωμάτωσης» κοινά αποδεκτής, καθώς οι μέθοδοι οι οποίες προωθούνται εξαρτώνται ευθέως και ανάλογα με τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες. 
Αν προσπαθήσουμε να δώσουμε μία κατεύθυνση για την διεργασία αφομοίωσης, πρέπει να πούμε ότι πρόκειται για μια διαδικασία αλληλοδιείσδυσης και συγχώνευσης κατά την οποία συσσωματώνεται μία ομάδα στην κοινή πολιτιστική ζωή. Αυτή η διαδικασία είναι συνδεδεμένη με την «ορατότητα» (όρος που περιγράφει ο Park) δηλαδή την εμφανή διαφορετικότητα του μετανάστη λόγω των ιδιαίτερων πολιτισμικών στοιχείων τα οποία αυτός προσκομίζει από την χώρα προελεύσεώς του και τον κάνουν να διακρίνεται ως μέλος μιας ξεχωριστής ομάδας. Η διακοπή της επίδειξης αυτών διακριτών στοιχείων, καθιστούν τον μετανάστη «αόρατο» από το σύνολο της κοινωνίας στην οποία υπάρχει. Ευνοήτως, αυτή η διεργασία διαφοροποιείται από το άτομο σε σχέση με την ομάδα, η οποία καθίσταται ορατή ως διαφορετική πιο εύκολα και η διαδικασία αφομοίωσης καθίσταται πιο μακρά και σύνθετη. Και αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν στον σχεδιασμό μεταναστευτικής πολιτικής. Το δε υποκείμενο της διεργασίας αυτής μετέρχεται από διαφορετικά στάδια:
i.      Την τεχνική και οικονομική αφομοίωση, δηλαδή μία εξωτερική προσαρμογή και συμμόρφωση στον γενικό τρόπο ζωής,
ii. Την πολιτισμική αφομοίωση, όπου κατά το στάδιο αυτό, προσλαμβάνονται νέα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, παραλλάσσονται τα παλαιά μέσω διεργασιών ψυχολογικής επαναπροσαρμογής
iii. Την εθνική αφομοίωση, δηλαδή την βιολογική ανάμιξη ουσιασικά μέσω επιγαμίας, θέμα που εξαιρετικά σπανίως αφορά την πρώτη γενιά.
Καθίσταται κατανοητό ότι για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αφομοίωσης, απαιτούνται
τουλάχιστον τρεις διαδοχικές γενεές.
Ένα σημείο το οποίο πρέπει να συγκρατείται, είναι πως οι μετανάστες εκτός από την υποχρέωση, να διαχειρισθούν θέματα που σχετίζονται με την άμεση επιβίωσή τους, πρέπει να ξεπεράσουν το πολιτισμικό shock που συνεπάγεται η μετακίνησή τους και η απότομη επαφή με έναν διαφορετικό πολιτισμό. Ταυτοχρόνως, δηλαδή, πρέπει να διέλθουν από μια διαδικασία από-κοινωνικοποίησης σε σχέση με την ήδη κοινωνικοποίησή τους στην χώρα προέλευσης και επανα-κοινωνικοποίησης στην χώρα την οποία προσήλθαν. Τούτο σημαίνει πως πρέπει να αποβάλλουν αξίες της κοινωνίας από την οποία έφυγαν και να υϊοθετήσουν αξίες και στοιχεία της κοινωνίας υποδοχής. Η εξέλιξη αυτής της διεργασίας και η επιτυχής πορεία της χαρακτηρίζει την κατάληξη της διαδικασίας ενσωμάτωσης.
Για να γίνει δυνατή και επιτυχής η διαδικασία αυτή, πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν μια σειρά μεταβλητών παραμέτρων, όπως:
i.       Η φύση των κινήτρων μετανάστευσης και ιδιαίτερα να εκτιμάται η φύση της κρίσης η οποία ώθησε τους μετανάστες στην μετακίνηση,
ii.     Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και η δομή της μεταναστευτικής διαδικασίας,
iii.    Η διαδικασία θεσμοποίησης στην χώρα υποδοχής
iv.  Οι διευκολύνσεις που οι θεσμοί αυτοί παρέχουν προς τους μετανάστες και οι υποχρεώσεις και απαιτήσεις που έχουν από αυτούς.
v.   Η συμβατότητα των δυνατοτήτων και απαιτήσεων με τις προσδοκίες των μεταναστών και τις κοινωνικο-πολιτικές τους αξίες,
vi.   Τα όρια ανοχής, πλουραλισμού και ευελιξίας της κοινότητας υποδοχής σχετικά με την κατανομή και το περιεχόμενο των κοινωνικών ρόλων
vii. Η παρουσία παραγόντων που δημιουργούν συνθήκες, αν όχι διάλυσης, πάντως διατάραξης της κοινωνικής συνοχής.
Ένα βασικό σφάλμα, στην όλη διαχείριση της μετανάστευσης στην χώρα μας, εντοπίζεται στο γεγονός ότι η συζήτηση εστιάζει αποκλειστικά στο πεδίο των Δικαιωμάτων –προφανώς αυτό δεν υποτιμάται-, δίχως να επεκτείνεται στην ανάλυση και προσπάθεια κατανόησης των αιτίων τα οποία ωθούν πληθυσμούς στην μετακίνηση από την πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών. Τούτο, έχει ως άμεση επίπτωση την αντιμετώπιση του μετανάστη ως αυτουργού και όχι ως υποκειμένου της μετακίνησης, πράγμα που δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες, προκειμένου να αποκτήσουν ερείσματα οι ρατσιστικές και εν πάση περιπτώσει, οι αντιδραστικές και ξενοφοβικές προσεγγίσεις. Αυτό, η προσπάθεια δηλαδή της επεξήγησης του φαινομένου ως διαχρονικό και ανεξαρτήτου της βουλήσεως των ατόμων, έχω την εντύπωση ότι θα βοηθούσε σημαντικά στην δημιουργία και στήριξη από το σύνολο των πολιτών, μιας ουσιαστικής και αποδοτικής πολιτικής για την μετανάστευση και θα διευκολυνθούν οι διαδικασίες και τα στάδια αφομοίωσης και ενσωμάτωσης.

Η μετανάστευση στην Ελλάδα: Η ελληνική Επικράτεια, έχει καταστεί τόπος υποδοχής πληθυσμών εκτός Ελλάδος σε πολλές ιστορικές περιόδους. Ομογενείς πρόσφυγες από χώρες του Πόντου ή από την Αφρική, μετά το τέλος της αποικιοκρατίες, ενώ οι πολιτικές αλλαγές και οι κρίσεις που αυτές επέφεραν κατά την 10ετία 1970 προεκάλεσαν την δημιουργία ρεύματος εισροής Αράβων –κυρίως Χριστιανών-, από τις χώρες της Μέσης και Εγγύς Ανατολής. Επίσης, κατά το πρώτο ήμισυ της 10ετίας αυτής εμφανίζεται η προσέλευση εργατών από Φιλιππίνες, Αίγυπτο, Μαρόκο κ.λπ. Οι επίσημοι υπολογισμοί παρουσιάζουν έναν αριθμό 15.000 παρανόμως διαμενόντων αλλοδαπών εργαζομένων, ενώ εκτιμήσεις επιστημονικών και κοινωνικών φορέων ανεβάζουν αυτόν τον αριθμό στις 60-100.000 και το 1989 ο αριθμός αυτός ανέρχεται  περί τις 200-300.000. Είναι σημαντικό να συγκρατηθεί ότι το πρόβλημα της καταγραφής και υπάρξεως πραγματικών στοιχείων περί του αριθμού, εθνικής κατανομής και ειδικότητας, παραμένει το ίδιο σε όλη την διάρκεια 3ων-4ων δεκαετιών και φυσικά είναι απορίας άξιον διότι η Ελλάδα, ειδικά την 10ετία του 1970, έχει υπάρξει, ταυτοχρόνως και χώρα υποδοχής και χώρα εξαγωγής μεταναστών.
Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι η χώρα μας δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται αποδέκτης μεταναστών, αλλά και σε προηγούμενες περιόδους, ομάδες ανθρώπων, μετακινήθηκαν προς αυτήν. Μην παραβλέπουμε ότι ακόμη και οι ομογενειακοί πληθυσμοί, διαβιούντες εκτός Ελλάδας, μεταφέρουν σημαντικές μνήμες και πολιτισμικά στοιχεία από την κοινωνία της χώρας όπου προήλθαν. Είναι άλλωστε, γνωστά τα προβλήματα της ένταξης στην καθημερινή ζωή, των προσφύγων από την Μικρά Ασία ή των ομογενών από τον Πόντο και την τότε ΕΣΣΔ, αυτά υπάρχουν σε κάθε περίπτωση, καθώς ο γηγενής πληθυσμός της χώρας υποδοχής είτε είναι ελλειπώς προετοιμασμένος είτε δεν διαθέτει την ελαστικότητα και την ανοχή για την ενσωμάτωση των προσερχομένων είτε αισθάνεται να απειλείται. Φυσικά στην περίπτωση ομογενειακής ομάδας η προοπτική ενσωμάτωσης επιταχύνεται καθώς η διαδικασία υποβοηθείται από τα ενυπάρχοντα -έστω και παρηλλαγμένα-, κοινά εθνοτικά χαρακτηριστικά και είναι πιο βατή.
Αρχικώς, η αιφνιδιαστική είσοδος κατά την 10ετία του 1990 αντιμετωπίσθηκε με διστακτικότητα και υπό την πίεση κραυγών (θυμόμαστε πόσοι «πρόεδροι» συλλόγων ληστευθέντων, παρήλαυναν από τα τηλεοπτικά δίκτυα…). Μόλις το 2001, μετά δηλαδή από μια 10ετή  περίοδο υποδοχής μεταναστευτικών ροών ψηφίζεται ο Ν. 2910/2001. Ήταν απολύτως ανεπαρκής και ασαφής, καθώς δεν απαντούσε ουσιαστικά σε κανένα από τα ζητήματα που ανέκυπταν από την εισροή μεταναστών στην Ελλάδα. Η ελληνική κακοδαιμονία που επηρεάζει και την νομοθετική πρωτοβουλία, δηλαδή η σύνταξη νόμων υπό την πίεση των γεγονότων και όχι υπό το πρίσμα μιας ανάλυσης και σχεδιασμού, οδήγησε στην δημιουργία του επομένου Ν.3386/2005 και ο οποίος, αποτελούσε μια αντιγραφή με κάποιες, ελάχιστες, βελτιώσεις του προηγουμένου 2910/01 και κρίθηκε αναγκαία η τροποποίησή του με τον Ν.3448/2006 και αργότερα αντικατεστάθη από τον Ν.3536/2007 που ατύχησε και αυτός, όπως και οι προηγούμενοι. Η δημιουργία 3 νομοθετημάτων και τα άπειρα Προεδρικά Διατάγματα, σε πραγματικό χρονικό διάστημα μικρότερο της 2ετίας, είναι ενδεικτικό σημείο της επί πολλής αντιμετώπισης του μεταναστευτικού –πλέον- προβλήματος.
Αναγκαίες παρεμβάσεις: Ως άμεσης προτεραιότητας σημεία που πρέπει να εξετασθούν είναι κατ’ αρχάς, η ίδρυση χαρτοφυλακίου για την μεταναστευτική πολιτική της χώρας (απαιτείται το λιγότερο υφυπουργός), διότι η εμπλοκή στον κυκεώνα των συναρμοδιοτήτων της ελληνικής Διοίκησης, δεν επιτρέπει σοβαρή αντιμετώπιση. Επίσης, διότι η Γραμματεία είναι διοικητική δομή, ενώ απαιτείται πολιτική βούληση και σχεδιασμός και επομένως το ανάλογο πολιτικό-Πολιτειακό όργανο, με τις απαιτούμενες αρμοδιότητες.
            Υπό την ανάγκη λειτουργικότητας και ταχύτερης διεκπεραίωσης διαδικασιών νομιμοποιητικών εγγραφων και αδειών διαμονής, κρίνεται επιβεβλημένη η μεταφορά της αρμοδιότητας των διοικητικών διαδικασιών σχετικές με αλλοδαπούς και πάλι στους ΟΤΑ Α΄ & Β΄ βαθμού. Στο Δήμο και την γειτονιά ο μετανάστης εντάσσεται, ο Δήμος και η γειτονιά τον υποδέχεται και εκεί κοινωνικοποιείται. Παραλλήλως είναι αναγκαίο να ενισχυθούν οι ΟΤΑ για δημιουργία δομών για την κοινωνική και πολιτισμική υποστήριξη των μεταναστών, καθώς και για την διερεύνηση και ανάδειξη δεξιοτήτων που οι μετανάστες έχουν, οι οποίες σίγουρα, είναι αξιοποιήσιμες και χρήσιμες στους Έλληνες επαγγελματίες, καλλιτέχνες και γενικότερα στους πολίτες, ενώ παραλλήλως δημιουργούν σχέσεις συνάφειας και ισότιμης συναλλαγής με ταυτόχρονη δημιουργία όρων αποτροπής του κοινωνικού αποκλεισμού και περιθωριοποίησης. Σημαντική επίσης, παράμετρος είναι και η ύπαρξη φόβου για το/τον «άγνωστο». Εδώ, εκτός από την Κεντρική Κυβέρνηση, σημαντικό ρόλο πρέπει να έχουν και οι Δήμοι. Είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν σε εβδομαδιαία ή 15νθήμερη βάση γεγονότα στις γειτονιές εκείνες όπου παρουσιάζονται τα γνωστά προβλήματα, έτσι ώστε οι ημεδαποί πολίτες να βγουν από τα σπίτια τους. Να έρθουν σε επαφή με τους μετανάστες, να γνωριστούν, με στόχο την άρση του «απρόσωπου» το οποίο αποξενώνει και τρομάζει. Εάν δεν ανοίξουν πάλι οι πόρτες π. χ. στην Αλκιβιάδου, την Αχαρνών, την Ηπείρου, την Νεοφύτου Μεταξά κ.α., από μόνη της η παρουσία της αστυνομίας –η οποία πρέπει, σαφώς, να είναι εμφανής και ουσιαστική-, δεν αρκεί, δεν αποτελεί λύση. Η λήψη μέτρων στο πλαίσιο των οποίων και η ενίσχυση της αστυνόμευσης δεν πρέπει να παραβλέπεται και να ενοχλεί. Έχουμε προχωρήσει ως κοινωνία από την εποχή του εμφυλίου και της δικτατορίας και συνεπώς, δεν νοείται η αντιμετώπιση των αστυνομικών αρχών με την αντίληψη των παρελθουσών περιόδων. Αντιθέτως, σε μια σύγχρονη, δημοκρατική κοινωνία η αστυνομία είναι εγγυητής της προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Τέλος, απαιτείται η διεξοδική ανάπτυξη προβληματισμού, προκειμένου να εξευρεθούν μέσα και τρόποι πλήρους αξιοποιήσεως του μεταναστευτικού δυναμικού της Ελλάδας, στο οικονομικό-παραγωγικό γίγνεσθαι της Χώρας, θέμα που αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον και σημασία στο, υπό τις σημερινές συνθήκες δημοσιονομικής κρίσεως, νέο διαμορφούμενο πλαίσιο.

Τα πολιτικά κόμματα και η μετανάστευση: Ως γενική αρχή, δεν είναι λάθος ο ισχυρισμός ότι από τα πολιτικά κόμματα δεν έχει υπάρξει εις βάθος ανάλυση, σχεδιασμός και επεξεργασία προτάσεων για το ζήτημα της εισροής μεταναστευτικών πληθυσμών στην χώρα. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ενώ σε κάθε έξαρση του σχετικού διαλόγου  ακούγονται οι ίδιες στερεότυπες θέσεις, τα ίδια ευχολόγια ή αναθέματα και μετά την καταλαγή, τηρείται σιγή ασυρμάτου μέχρι την επόμενη επανάληψη. Όπως όλα τα θέματα, έτσι και αυτό της μεταναστευτικής πολιτικής, αντιμετωπίζεται εν θερμώ δίχως ουσιαστική πρόταξη κάποιας τεκμηριωμένης άποψης και με την προσέγγιση της εκάστοτε επικρατούσης «μόδας». Είναι λυπηρό και αδικεί τους πολίτες γιατί επί του συγκεκριμένου ζητήματος υπάρχει πλούσιο επιστημονικό έργο και μελέτες από τους Έλληνες επιστήμονες, το οποίο προσθέτει σημαντικά και εξειδικεύει θέματα από την παγκόσμια βιβλιογραφία και έρευνα. Πιο αναλυτικά:
Το ΠΑΣΟΚ, με τον Γιώργο Παπανδρέου εξέφρασε μια θετική και πιο ισορροπημένη θέση και πρέπει να ομολογηθεί ότι είναι η αιτία που το θέμα της μετανάστευσης κατέστη θέμα της κύριας πολιτικής ατζέντας επί της ουσίας του. Δεν επέτυχε, για λόγους συναφείς με την όλη αντίληψη και διαχείριση κράτους και κόμματος από την ηγετική ομάδα περί τον Γ. Παπανδρέου, να συγκροτήσει ουσιαστική πολιτική για την μετανάστευση. Ο Ν. 3838/2009 και οι επέκεινα παρεμβάσεις επί του θεσμικού πλαισίου, τακτοποίησαν κάποια εκκρεμή θέματα, πλην όμως δεν συνεκρότησαν μια ουσιαστική και ολοκληρωμένη πολιτική μετανάστευσης. Από την άλλη πλευρά, στο επίπεδο κομματικής διεργασίας, παρά την αρχική θετική παρουσία της νέας θεσμικότητας (Τομέα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με αντικείμενο και την μετανάστευση) και παρά την δυνατότητα που δόθηκε για ισότιμη συμμετοχή των μεταναστών σε όλο τα φάσμα των κομματικών οργάνων, δεν κατάφερε να αποδώσει τα αναμενόμενα. Στα πρώτα στάδια, έγιναν πράγματα αλλά, στην συνέχεια, από μια πλευρά η αδιαφορία ή η ανεπάρκεια των υπευθύνων του και από την άλλη η φοβική προσέγγιση ή η επίσης ανεπαρκής παρουσία των Κυβερνητικών στελεχών, των επιφορτισμένων με την ευθύνη της μεταναστευτικής πολιτικής, δεν απέτρεψαν την αοριστολογία και την χρησιμοποίηση των μεταναστών ως μηχανισμό εσωτερικών εκλογικών αντιπαραθέσεων ή ευκαιρία επιδείξεως «έργου» με ανώδυνα, εύκολα και ανούσια παρατάγματα.
Ακόμη και σήμερα –εντονότερα κατά την τελευταία 3ετία-, εκτός από διάφορες «ρωμαϊκού» τύπου εκδηλώσεις αυτοϊκανοποίησης, δεν έχει γίνει καμία ουσιαστική παρέμβαση στον μεταναστευτικό πληθυσμό, καθώς δεν υπάρχει διεργασία ενημέρωσης και εκπαίδευσης πρώτα του κομματικού κορμού και κατά συνέπεια και της κοινωνίας, ενώ, συνεχίζεται η επικοινωνία με τους μετανάστες να πραγματοποιείται διαμέσου συλλογικοτήτων(;) ελεγχόμενης βαρύτητας και προθέσεων ή σκοπού, δημιουργώντας έτσι προνομιούχους συνομιλητές με την κομματική θεσμικότητα, οι οποίοι αναγορεύονται σε παράγοντες ή και μεσάζοντες. Αυτό αποστερεί την δυνατότητα άμεσης και προσωπικής επικοινωνίας του πολιτικού αυτού, κόμματος με τον μετανάστη και δημιουργεί εντός του ευαίσθητου αυτού χώρου τις πιθανότητες ανάπτυξης «επαγγελματιών» μεταναστών με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η Νέα Δημοκρατία και το ΛΑ.ΟΣ. κρύπτονται πίσω από τον άκρατο φασίζοντα λαϊκισμό του «έξω οι ξένοι», απευθύνονται στα πλέον ταπεινά ένστικτα των πολιτών της ελληνικής κοινωνίας,  προκαλούντες τον φόβο, εμπαίζοντας την απελπισία που προκαλεί η περιδίνηση από την κρίση. Διακηρύττουν ότι η ανεργία θα περιορισθεί –αν δεν λυθεί οριστικά-, όταν φύγουν οι ξένοι, η εγκληματικότητα θα ελαχιστοποιηθεί και εν πάση περιπτώσει, θα υπάρξει καταλαγή αν οι ξένοι απομακρυνθούν. Αυτή η άποψη, είναι τόσο αφελής (επιεικώς) καθώς παραβλέπει ή επιχειρεί να συγκαλύψει για ψηφοθηρικούς λόγους τις παθογένειες και τις ανεπάρκειες της ελληνικής κοινωνίας, χαϊδεύει αυτιά και δεν είναι δυνατόν να την λάβει σοβαρά υπ’ όψιν κανείς σοβαρός ακροατής. Παρά ταύτα, ούτε αυτοί οι δύο πολιτικοί σχηματισμοί αντιστάθηκαν στον πειρασμό της …αξιοποίησης (!) μεταναστών μέσα στις τάξεις τους, κυρίως  ως άλλοθι αλλά ενίοτε και ως μηχανισμό εκλογικής χρήσεως.
            Στους αντίποδες, η Αριστερά,  με το ΚΚΕ να τοποθετείται με βάση την Μαρξιστική-Λενινιστική θεωρία περί πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, προλεταριακού διεθνισμού και την στερεότυπη αντιιμπεριαλιστική ρητορεία του. Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι δορυφόροι του κολακεύουν ασυνάρτητα τους μετανάστες και ουσιαστικά καταργούν την εθνική οντότητα, στην οποία όμως οι μετανάστες και θα πρέπει και επιθυμούν να ενταχθούν. Αγνοεί ή παραβλέπει τα πραγματικά προβλήματα που ανακύπτουν από την ασύδοτη και ανεξέλεγκτη –αριθμητικά και ποιοτικά-, παρουσία μη νομίμων και μη καταγεγραμμένων μεταναστών. Η «αριστεροφανής», αφελής αυτή προσέγγιση δεν είναι ορθολογική αντιμετώπιση και εν πολλοίς είναι αδιέξοδη και απρόσφορη, καθώς δεν λαμβάνει υπ’ όψιν παραμέτρους αφορούσες στα προβλήματα και τις ανασφάλειες των ημεδαπών. Φυσικά ούτε λόγος για τα εμφιλοχωρούντα θέματα δημόσιας τάξης ή ακόμη και αυτά της εθνικής ασφάλειας. Είναι ευνόητο ότι η αντίληψη αυτή ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης όπως η διανυομένη, συντηρητικοποιεί την κοινωνία και προκαλεί μεγαλύτερες βλάβες στην υπόθεση «μετανάστης» από εκείνες μιας συντηρητική πολιτικής.
Σχετικά με τους αιτούντες άσυλο: Είναι η κατηγορία αλλοδαπών η οποία και αντιμετωπίζει τα μεγαλύτερα προβλήματα, καθώς, η επίκληση ασύλου γίνεται αδιακρίτως και από μετακινούμενους που απλώς επιθυμούν να μεταναστεύσουν αναζητούντες καλύτερη οικονομική προοπτική Κάθε παρανόμως εισελθών στην χώρα, επικαλείται την διαδικασία ασύλου προκειμένου να παραμείνει στην Ελλάδα.
Δεδομένου, όπως προκύπτει και από προαναφερόμενες  διατυπώσεις η νομιμοποίηση ή και η χορήγηση νομιμοποιητικών εγγράφων, είναι βασική προϋπόθεση για κάθε άλλη συζήτηση περί ενσωμάτωσης, πρέπει τα έγγραφα αυτά να είναι ισχυρά και να τελούν εν ισχύ έως την τελική κρίση του αιτήματος απονομής ασύλου και να εμπεριέχουν τα αναγκαία βιομετρικά στοιχεία του κατόχου. Αυτό είναι δυνατόν να επιτευχθεί με την αποκέντρωση των υπηρεσιών υποδοχής, για την Υγεία και Εθνική Ασφάλεια, στις πύλες εισόδου (Έβρο, νησιά Αιγαίου), έτσι ώστε να μην καταλήγουν ανεξέλεγκτα στην Πρωτεύουσα όλοι οι προσφεύγοντες.
Όσον αφορά τέλος, την συζήτηση περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυτά είναι προφανώς αδιαπραγμάτευτα, πλην της περιπτώσεως που τίθεται ζήτημα εθνικής ασφαλείας. Όμως, σαφώς, και υπάρχουν όρια. Εκείνα της Συνταγματικότητας, εκείνα, τα οποία ορίζονται από το Συνταγματικό κεκτημένο της χώρας υποδοχής. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να επιτρέπεται σε κάποιον μετανάστη να κακοποιεί την σύζυγό του ή να διακόπτει την σχολική εκπαίδευση της 9χρονης κόρης του, επειδή, αυτό  αποτελεί πολιτισμικό του δεδομένο. Στην Ελλάδα, υφίστανται Συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα. Αυτό είναι το όριο. Τέλος, θα ήθελα να τονίσω για μια ακόμη φορά, ότι είναι αναγκαίο η Πολιτεία και ειδικότερα τα κόμματα ως θεσμοί Πολιτειακής συγκρότησης, να συνομιλούν και να απευθύνονται στους μετανάστες ατομικά και όχι πάντοτε δια μέσου διαφόρων μεσαζόντων. Βεβαίως να αξιοποιηθούν οι συλλογικότητες των μεταναστών, αλλά, είναι απαραίτητο να εξετάζεται η νομιμοποιητική βάση τους (σε πόσους και πώς απευθύνονται) και σε κάθε περίπτωση να μπορεί ο εκάστοτε φορέας να δημιουργεί διαύλους επικοινωνίας με τους μετανάστες ανεξαρτήτως παρεμβάσεων οποιωνδήποτε «καλοπροαίρετων» διαμεσολαβητών, οι οποίοι τις περισσότερες φορές απευθύνονται σε πολύ περιορισμένο και … ειδικό (!) κοινό.

Υ.Γ. Την ώρα που ολοκληρωνόταν η γραφή αυτή, έτυχε να μεταδίδεται τηλεοπτική συνέντευξη του προέδρου πολιτικού σχηματισμού, μέχρι πρότινος μετόχου στην κυβέρνηση, στην οποία, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πολιτικό διεμβολισμό του  από συγγενείς του πολιτικούς χώρους κινουμένους στα όρια της παρανομίας, στρέφεται κατά των «λαθρομεταναστών» και παρακινεί πολίτες ακόμη και στην χρήση ένοπλης βίας. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να παρέμβει ο εισαγγελέας,. Σε άλλη χώρα, θα αποτελούσε γραφικότητα! Στην δική μας, η οποία αρέσκεται να φαίνεται σοβαρή δίχως να είναι, εμφανίζεται ως αξιοπρόσεκτος παράγοντας. Ντροπή μας! . . .
Υ.Γ. Έστω και τώρα, ας κινητοποιηθεί ο πολιτικός κόσμος και να τοποθετηθεί υπεύθυνα και ουσιαστικά, να επιλέξει λύσεις πραγματικά λειτουργικές, τόσο προς την κατεύθυνση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και προς την επίλυση προβλημάτων τα οποία αντιμετωπίζουν οι ημεδαποί πολίτες και οι νόμιμα διαμένοντες στην χώρα.
Λυκούργος Χατζάκος

Δεν υπάρχουν σχόλια: