Παρασκευή 27 Απριλίου 2012


ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ & Ε.Ε. – ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ DUBLIN II

Κατ’ αρχάς, οφείλω να ευχαριστήσω τους διοργανωτές για την τιμητική πρόσκλησή τους και ελπίζω η παρουσία και η συμβολή μου να δικαιώσει αυτήν την επιλογή και να προσθέσει, έστω και κατ’ ελάχιστο, στην σημερινή συζήτηση.

Προτού προχωρήσω στην διατύπωση ειδικωτέρων απόψεων επί της πολιτικής για την μετανάστευση, θα ήθελα να διευκρινίσω ορισμένα ζητήματα τα οποία προκύπτουν στις καθημερινές συζητήσεις, αλλά εθίγησαν και σήμερα. Συγκεκριμένα, σχετικά με το Δουβλίνο ΙΙ αυτό που πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι δεν πρόκειται για συνθήκη ή οδηγία. Είναι κανονισμός της ΕΕ, ίσως ο βασικότερος όλων. Επομένως, κάθε αιτίαση περί αναθεωρήσεως ή καταγγελίας του, είτε αγνοεί είτε σκοπίμως παραβλέπει το γεγονός ότι αφ’ ενός οι αλλαγές κανονισμών δεν αποτελούν συνήθη πρακτική της Ε.Ε. και αφ’ ετέρου, προκειμένου να συμβεί αυτό, προϋποτίθεται συναίνεση, την οποία δεν συγκεντρώνει η άποψη για αλλαγή ή τροποποίηση του συγκεκριμένου. Σχετικά με το γεγονός της αποδοχής του, από την ελληνική πλευρά, πράγματι, η  ελληνική Κυβέρνηση το 2003, απεδέχθη και συνυπέγραψε τον κανονισμό αυτό. Όμως, η Ελλάδα, ασκούσα την Προεδρία της Ένωσης, όφειλε να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να δημιουργεί συνθέσεις και όχι να προτάξει ιδιοτέλεια. Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι κατά την περίοδο εκείνη οι μεταναστευτικές ροές, ειδικά προς την χώρα μας, αφορούσαν μετακινούμενους από τα Βαλκάνια (κυρίως από  Αλβανία, Ρουμανία, Βουλγαρία), τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ και εν γένει τις πρώην Ανατολικές, Οι μεταναστευτικές όμως ροές, κατά το 2005 και εντεύθεν, σημειώνουν ραγδαία μεταβολή καθώς οι εξελίξεις στην Μέση και Εγγύς Ανατολή, όπου η μονίμως χαίνουσα πληγή του Παλαιστινιακού, οι δύο πόλεμοι του Κόλπου, η επέμβαση στο Αφγανιστάν και το Ιράκ και οι μεγάλες οικολογικές καταστροφές από πλημύρες στο Πακιστάν, ήσκησαν μεγάλες πιέσεις στους εκεί πληθυσμούς, εξωθώντας σε μαζική έξοδο προς την Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Προφανώς και η ευρύτερη μεταβολή συνθηκών συμβάλει στην ανάδειξη του προβλήματος στα σημερινά επίπεδα, σημείο που αποτελεί και διαπραγματευτικό επιχείρημα της ελληνικής πλευράς στην καταβαλλομένη προσπάθεια τροποποιήσεων επί του κανονισμού, πλην όμως, δεν φαίνεται κατά την στιγμή αυτή να συναντά ευήκοα ώττα μεταξύ των λοιπών εταίρων μας.
Τούτο, κυρίως, διότι η πολιτική της Ένωσης διακρίνει σαφώς την παράνομη από την νόμιμη μετανάστευση Συναφώς με την περίπτωση της νόμιμης μετανάστευσης, δεν υπάρχει ολοκληρωμένη πολιτική εντεταγμένη σε κοινό σχεδιασμό. Αν ανιχνεύονται ψήγματα συν-αντίληψης, αυτά αφορούν κυρίως στο πεδίο της ένταξης και διαχέονται προς εφαρμογή μέσω οδηγιών· δηλαδή απλώς ορίζεται ένα γενικό πλαίσιο το οποίο δεν δεσμεύει τα Κ-Μ, κάθε ένα εκ των οποίων είναι ελεύθερο να σχεδιάζει την δική του πολιτική. Για την παράνομη μετανάστευση, την μη νόμιμη, υπάρχει αυστηρή πολιτική καθόσον η κατηγορία αυτή μετανάστευσης θεωρείται –και όχι χωρίς βάσιμες αιτίες-, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ασφάλεια και η πολιτική επ’ αυτού του πεδίου, ασκείται μέσω κανονισμών και αποφάσεων του Συμβουλίου. Ένα ακόμη ζήτημα, προκαλεί το γεγονός ότι η παράνομη μετανάστευση στην Ελλάδα αφορά κατά τον μέγιστο βαθμό πρόσωπα που έχουν εισέλθει παρανόμως στην χώρα και άρα, έχουν ήδη διαπράξει αδίκημα –ο όρος «παράτυπος» μετανάστης, συγνώμη, αλλά δεν νομίζω ότι είναι δόκιμος ή έχει κάποια θετική επίδραση· θεωρώ ότι αποτελεί έναν εξωραϊσμό και δεν προσφέρει ουσιαστικά κάτι, αν δεν βλάπτει κιόλας. Στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες η παράνομη μετανάστευση, αφορά κατά κύριο λόγο σε πρόσωπα τα οποία εισήλθαν νομίμως στις χώρες αυτές, αλλά, συνεχίζουν να παραμένουν και μετά την λήξη των θεωρήσεων εισόδου. Αυτό καθορίζει και την διάκριση στο είδος του διαπραττομένου αδικήματος καθώς είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα αποτελεί το εφαλτήριο προς την Ευρωπαϊκή ενδοχώρα ή τις ΗΠΑ και τον Καναδά.
Υπάρχουν επιχειρήματα, τα οποία η ελληνική πλευρά θα εδύνατο να αντιπαρατάξει στην προσπάθεια τροποποιήσεων του Δουβλίνου ΙΙ και της αναπροσαρμογής του; Φυσικά και υπάρχουν, όπως ούτως ή άλλως, συν τω χρόνω, επέρχεται και η αντικειμενική μέσο/μακροπρόθεσμη αναγκαιότητα τροποποιήσεων και προσαρμογών –τα κανονιστικά κείμενα τροποποιούνται δύσκολα, δεν είναι όμως το ιερό Κοράνι. Πρώτα όμως θα πρέπει η Ελλάδα να χρησιμοποιήσει τις υφιστάμενες διατάξεις και να αξιοποιήσει κάθε δυνατότητα που δίδεται δια του παρόντος κανονισμού, κάτι που δεν έχει γίνει. Δεν έχω ακούσει κάποιο σοβαρό επιχείρημα από όσους κραυγάζουν περί αυτού και δυστυχώς συμπεριλαμβάνονται και υψηλοί κυβερνητικοί παράγοντες, πρώην και νυν.
Και στο σημείο αυτό, νομίζω είναι χρήσιμο να προχωρήσω σε μια σύντομη επισκόπηση-κριτική της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής, αφού όμως πρώτα διατυπώσω έναν προσωπικό μου προβληματισμό: θεωρώ πώς ισοδυνάμως σημαντικό ζητούμενο, εκτός από τα εργαλεία ένταξης είναι το πλαίσιο στο οποίο θέλουμε να εντάξουμε τους μετανάστες.
Η μεταναστευτική πολιτική στην Ελλάδα, ακολούθησε την κλασσική συνταγή: αιφνιδιασμός, άρνηση της πραγματικότητας, συγκάλυψη-εξωραϊσμός. Αρχικά, η αιφνιδιαστική είσοδος            κατά την 10ετία του 1990 αντιμετωπίσθηκε με διστακτικότητα και υπό την πίεση κραυγών (θυμόμαστε πόσοι «πρόεδροι» συλλόγων ληστευθέντων, παρήλαυναν από τα τηλεοπτικά δίκτυα…). Μόλις το 2001, μετά δηλαδή από μια 10ετή  περίοδο υποδοχής μεταναστευτικών ροών ψηφίζεται ο Ν. 2910/2001. Ήταν απολύτως ανεπαρκής και ασαφής, καθώς δεν απαντούσε ουσιαστικά σε κανένα από τα ζητήματα που ανέκυπταν από την εισροή μεταναστών στην Ελλάδα. Η ελληνική κακοδαιμονία που επηρεάζει και την νομοθετική πρωτοβουλία, δηλαδή η σύνταξη νόμων υπό την πίεση των γεγονότων και όχι υπό το πρίσμα μιας ανάλυσης και σχεδιασμού, οδήγησε στην δημιουργία του επομένου Ν.3386/2005 και ο οποίος, αποτελούσε μια αντιγραφή με κάποιες, ελάχιστες, βελτιώσεις του προηγουμένου 2910/01 και κρίθηκε αναγκαία η τροποποίησή του με τον Ν.3448/2006 και αργότερα αντικατεστάθη από τον Ν.3536/2007 που ατύχησε και αυτός, όπως και οι προηγούμενοι. Η δημιουργία 3 νομοθετημάτων και τα άπειρα Προεδρικά Διατάγματα, σε πραγματικό χρονικό διάστημα μικρότερο της 2ετίας, είναι ενδεικτικό σημείο της επιπόλαιης αντιμετώπισης του μεταναστευτικού –πλέον- προβλήματος.
Σε κάθε περίπτωση, όταν οι άνθρωποι μετακινούνται, είναι ευάλωτοι, αγχωμένοι και η ανασφάλεια κυριαρχεί την συμπεριφορά τους. Ακόμη και κατά τις μετακινήσεις ρουτίνας, αν και επιδρά ή δύναμη της συνήθειας και δεν είναι απολύτως συνειδητή αυτή η αίσθηση, θα παρατηρήσουμε ότι όλοι μας είμαστε ευαίσθητοι σε κάποιον άλλο θόρυβο, έξω από τον καθημερινό, στρέφουμε το βλέμμα αν ακουστεί κάποιος βηματισμός και θέλουμε να φθάσουμε το ταχύτερο δυνατόν στην ασφάλεια του χώρου τον οποίο γνωρίζουμε. Μπορούμε, επομένως, να φανταστούμε, πόσο αυτά τα αισθήματα οξύνονται όταν η μετακίνηση είναι αιφνίδια και ο προορισμός άγνωστος, δεν αφορά στην υποχρεωτική αυτή καθημερινότητα, αλλά προκύπτει υπό  όρους εξαναγκασμού, βίας –όχι μόνον της προκαλουμένης εκ φυσικών καταστροφών ή εμπολέμων καταστάσεων, αλλά και εξ αυτής την οποία γεννά η οικονομική ένδεια.
Από την άλλη πλευρά, η κοινωνία υποδοχής, ειδικότερα όταν δεν είναι προετοιμασμένη, εκλαμβάνει την έλευση των «ξένων» ως εισβολή και κυριαρχείται σταδιακά από την ανασφάλεια και τον φόβο, συναισθήματα που προκαλούνται τόσο από την παρουσία του άγνωστου και απρόσωπου αλλοδαπού, όσο και εκείνη την οποία επιφέρει η ύπαρξη μιας οικονομικής κρίσης, καθώς διάφοροι ανόητοι καλλιεργούν την εντύπωση ότι για την ανεργία των γηγενών ή ημεδαπών, ευθύνεται η παρουσία ξένων και όχι η ύφεση και η αδυναμία αναπτυξιακής δυναμικής.
Εντός αυτού του πλαισίου, η πιθανότητα δημιουργίας οξύνσεων, συνδυαζόμενη με την απουσία ουσιαστικής πολιτικής για την μετανάστευση και αδιάβλητων, αποτελεσματικά λειτουργικών θεσμικών οργάνων, αυξάνεται σε υψηλά επίπεδα επικινδυνότητας. Η πρόσφατη εμπειρία μας, το επιβεβαιώνει. Η ανεπάρκεια των οργάνων της Πολιτείας και η παρουσία αλλοδαπών, υπό καθεστώς γκρίζας ζώνης και σε κατάσταση οριακής εξαθλίωσης, απουσία ουσιαστικών ελέγχων έδωσε σε κάποια φασιστοειδή αποβράσματα την δυνατότητα να εκμεταλλευτούν το κενό και να «πουλάνε» προστασία στους κατοίκους του Αθηναϊκού κέντρου και να εκτονώνουν την ψυχωτική αθλιότητά τους, πάνω σε κάθε μετανάστη. Κατά τα ειωθότα, ο διάλογος  διεξάγεται σε κλίμα υστερίας και τηλεοπτικής προσέγγισης, δίχως διατύπωση ουσιαστικής πρότασης από καμία πλευρά, ούτε αυτή των μεταναστο-πατέρων, ούτε εκείνη των μεταναστο-μάχων. Όμως το μεταναστευτικό δεν είναι ήσσονος σημασίας κοινωνικό ζήτημα, καθώς συνδέεται άμεσα με την κοινωνική συνοχή, την παραγωγική διαδικασία, την δημόσια τάξη και ενδεχομένως σε κάποιες περιπτώσεις και με την εθνική ασφάλεια. Σε καμία περίπτωση δεν είναι ζήτημα που πρέπει να προσεγγίζεται με αφέλεια ή να χρησιμοποιείται ως όχημα επίδειξης και καταξίωσης.
            Η εικόνα που παρουσιάζει η ελληνική Πολιτεία στην αντιμετώπιση του θέματος, επιτρέπει την γέννηση σοβαρών αμφιβολιών που σχετίζονται με το κατά πόσο υπάρχει συνείδηση της ευθύνης την οποία συνεπάγεται η ύπαρξη άνω του 1,5 εκμ. αλλοδαπών. Η γενική αρχή της πολιτικής πρακτικής, να παραπέμπεται κάθε «καυτό» πρόβλημα στο μέλλον και η ενασχόληση με «σοβαρά» προβλήματα και όχι η σοβαρή ενασχόληση με τα προβλήματά μας, εφαρμόσθηκε απολύτως και σε αυτή την περίπτωση. Σύμφωνα με αυτή την πρακτική, η πολιτική για την μετανάστευση, καρκινοβατεί ανάμεσα στην άρνηση και στην αφομοίωση, δίχως να διαμορφώνεται ένα σαφές και καθαρό πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον. Πρέπει να αποφασίσουμε αν θα είμαστε χώρα αφομοίωσης –έστω και μερικής- των μεταναστών είτε χώρα μη αφομοίωσης, δηλαδή χώρα που απλώς αναζητά εργατικό δυναμικό και όχι νέους πολίτες. Είναι προφανείς οι διαφορές που ανακύπτουν από την  διάκριση των δύο αυτών προσεγγίσεων. Επ’ αυτού, δεν έχει προκληθεί καμία συζήτηση και μόνον δόγματα εκφράζονται. Κάθε πλευρά λαϊκίζει και η προκαλούμενη αντιπαράθεση στερείται ουσιαστικού περιεχομένου.
            Αν για το ζήτημα των νομίμων και ειδικότερα των οικονομικών μεταναστών του πρώτου κύματος από την Αλβανία και τις πρώην Ανατολικές χώρες έχει, έστω και εκ των πραγμάτων, δρομολογηθεί κάποια λύση –με πάντοτε ανοικτά τα θέματα ένταξης και δικαιωμάτων που δεν πρέπει να θεωρούνται ασήμαντα ή άνευ αναγκαιότητας παρεμβάσεων-, το μείζον ζήτημα σήμερα ανακύπτει από την παράνομη και αθρόα προσέλευση αλλοδαπών από την Ασία ( Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ιράκ κ.ά.) και από χώρες της Αφρικής. Μεταξύ των δύο ρευμάτων ανιχνεύονται σημαντικές διαφοροποιήσεις. Αφ’ ενός, οι πρώτοι μετανάστες ήταν πιο κοντά πολιτισμικά στην ελληνική κοινότητα (λόγω θρησκευτικών και κοινωνικών συναφειών) και αφ’ ετέρου είχαν στην μεγάλη πλειοψηφία τους προορισμό την Ελλάδα, είτε προσωρινά για την συγκέντρωση κάποιου κεφαλαίου από την εργασία τους και μετά να επιστρέψουν στην πατρίδα τους είτε αποσκοπούσαν σε μόνιμη μετοικεσία· οι πληθυσμοί μεταναστών του νέου ρεύματος, προσέρχονται με κάθε μέσο στην χώρα, προκειμένου να την χρησιμοποιήσουν κυρίως, ως πύλη εισόδου και διάμεσο σταθμό, για την μετάβασή τους σε  άλλες, ανεπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. (Γερμανία, Σουηδία κ.λπ.) ή τις Η.Π.Α. και Καναδά (σε μια διαδρομή μέσω Ισπανίας). Για λόγους είτε οικονομικής αδυναμίας είτε νομικών εμπλοκών (σύλληψη, καταγραφή κ.λπ.), «κολλάνε» στην Ελλάδα και δημιουργείται κατ’ αυτόν τον τρόπο μια κατηγορία σύγχρονων νομάδων πόλεων, από τους οποίους, άλλοι αρνούνται και άλλοι  αδυνατούν να καταγραφούν και να αποκτήσουν νομιμοποιητικά έγγραφα, με επακόλουθη συνέπεια την ανεξέλεγκτη περιφορά τους στα αστικά κέντρα. Η αδυναμία, ταυτοπροσωπίας και προσδιορισμού της χώρας  προελεύσεως (όχι της χώρας διελεύσεως) –εφ’ όσον οι Διπλωματικές Αρχές των χωρών αυτών είτε δεν επιθυμούν την συνεργασία με τις ελληνικές Αρχές είτε πράγματι αδυνατούν να βεβαιώσουν την υπηκοότητα, με συνεπαγομένη επίπτωση την δημιουργία δεκάδων χιλιάδων παρανόμων μεταναστών ανεφίκτου απελάσεως-, καθιστά αδύνατη την επαναπροώθησή τους και φυσικά δεν υπάρχουν κρατητήρια που να χωρέσουν όλους αυτούς τους ανθρώπους, με αποτέλεσμα μετά από κάποιες ημέρες (30-90 στην χειρότερη περίπτωση), να αφήνονται ελεύθεροι, για να επανεκκινήσει ο κύκλος όταν συλληφθούν την επόμενη φορά. Εφ’ όσον δεν αισθάνονται τον έλεγχο ή ακόμη και αυτήν την ελάχιστη υποχρέωση λογοδοσίας, την οποία συνεπάγεται η καταγραφή τους από τις Αρχές, δεδομένης της ένδειας και απόγνωσης -συνδυαζόμενες με το πολιτισμικό background (π.χ., για κάποιον φανατικό ισλαμιστή, η καταβολή χρηματικού αντιτίμου είναι υποχρέωση των αλλοθρήσκων για την δυνατότητά τους να έχουν άλλη θρησκεία και να συνεχίσουν να ζουν)-, αυξάνονται οι κίνδυνοι τέλεσης εγκληματικών πράξεων, οπωσδήποτε, όχι ως γενικευμένη κατάσταση, από ακραία ή άτομα με οριακή και παραβατική συμπεριφορά.
Όμως, η μεταναστευτική πολιτική ενός σύγχρονου Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου, πρέπει να εδράζεται σε ανθρωπιστικές αξίες, αλλά, ταυτοχρόνως, να είναι πολιτική και να απαντά στο διπλό ζήτημα της ένταξης και της δημόσιας τάξης. Σε αυτό το πλαίσιο, ευνοήτως, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα πρέπει να είναι απολύτως σεβαστά και καμία έκπτωση δεν επιτρέπεται. Το θέμα της μετανάστευσης όμως δεν είναι μόνον θεμα δικαιωμάτων και κακώς η συζήτηση εστιάζει μονοδιάστατα σε αυτό το σημείο. Αυτό γιατί προσδιορίζει τον μετανάστη ως υπαίτιο της μετανάστευσης και όχι ως υποκείμενο που υφίσταται εξ ίσου τις επιπτώσεις της μετακίνησης. Σχετικά με τα δικαιώματα, γίνεται και πολύς λόγος για τα όριά τους. Φυσικά και υπάρχει όριο, εκείνο το οποίο θέτει η Συνταγματικότητα, δηλαδή, το Συνταγματικό κεκτημένο της χώρας υποδοχής. Ευνοήτως, καθοριστικής βαρύτητας σημείο αποτελεί και το κατά πόσο η κοινωνία υποδοχής είναι πεπεισμένη για την ένταξη των μεταναστών.
Μια προσεκτική ματιά στο ελληνικό μοντέλο, θα αναδείξει ότι η ελληνική κοινωνία δεν έχει –όπως άλλωστε προαναφέρθηκε-, αποφασίσει τι ακριβώς θέλει να πράξει, φυσικά οι ευθύνες της πολιτικής ηγεσίας είναι βαρύτατες, γιατί δεν έδωσαν είτε ως κυβερνήσεις είτε ως θεσμικοί πολιτειακοί φορείς κανενός είδους κατεύθυνση στους πολίτες, αλλά, έτρεχαν να απαντήσουν στις κατά περιόδους εκρήξεις με νομοθετήματα πρόσκαιρης αντιμετώπισης συμπτωμάτων και όχι ουσιαστικής πολιτικής για την  μετανάστευση, καθώς είναι προφανής η θεώρηση προσωρινότητας στην παραμονή των αλλοδαπών, παραγνωρίζοντας την αντικειμενική εικόνα που παρουσιάζει η πραγματικότητα. Αποτέλεσμα είναι η αδιαφορία στην ανάπτυξη δομών προστασίας αλλά και εκπαιδεύσεως και δημιουργίας ενταξιακών πολιτικών (έστω και για τον πρώτο βαθμό ένταξης –χρησιμοποιώ τον όρο ένταξη γιατί είναι πολιτικός και όχι αφομοίωση που εμπίπτει στο πεδίο της κοινωνιολογίας-, εκείνον της συμμορφώσεως προς τον γενικό τρόπο ζωής), η όλη αυτή συνθήκη αναπαράγει την παράνομη μετανάστευση και επιπροσθέτως δημιουργεί έναν ευρύτερο κύκλο παρανομιών εξ αιτίας της μη νομιμότητας στην διαμονή των μεταναστών (γιατροί, δάσκαλοι κ.λπ.), ενώ παραλλήλως, αποτελεί εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη παρανόμων δικτύων εσωτερικής διακίνησης-κατασκευής πλαστών πιστοποιητικών-ανάπτυξη κυκλωμάτων μεσαζόντων (δικηγόρων, υπαλλήλων της διοίκησης, αστυνομικών υπαλλήλων και κάποιων μεταναστών) για διεκπεραίωση διοικητικών θεμάτων- χρηματισμό υπαλλήλων κ.ά.
Ιδιαίτερο θέμα δημιουργείται από την κατάχρηση του δικαιώματος αιτήματος Ασύλου: οδηγεί στην συνέπεια αναπαραγωγής παρανόμων μεταναστών. Όσοι πραγματικά δικαιούνται δεν εμπιστεύονται την διαδικασία και δεν υποβάλλουν αίτημα, ενώ στο Αλλοδαπών της Π. Ράλλη, υποβάλλονται κάθε Σάββατο μόνο 20 περίπου αιτήματα, ενώ αναπτύσσεται εμπόριο της σειράς προτεραιότητας.  Αυτό συντελεί στην επαύξηση του κύκλου παρανομιών (δάσκαλοι, γιατροί, υπάλληλοι που χρηματίζονται κ.λπ.), ενώ συνδυαζόμενη με τις περιπτώσεις των ανεφίκτου απελάσεως, επί παραδείγματι, το 2011 υπήρχαν 85.000 καταγεγραμμένες είσοδοι και μόλις 11.000 απελάσεις,  δημιουργεί μια κοινωνία σύγχρονων νομάδων πόλεων, και συγκροτεί απειλή για την κοινωνική συνοχή, καθώς επιτρέπει σε κάθε ψυχοπαθή αυτόκλητο προστάτη του έθνους, την εκτόνωση της αθλιότητάς του πάνω σε κάθε αλλοδαπό που θα βρεθεί αντιμέτωπος με την μαινόμενη ομάδα νεοφασιστών.
Ως γενική αρχή, δεν είναι λάθος ο ισχυρισμός ότι από τα πολιτικά κόμματα δεν παρουσιάζεται μια εις βάθος ανάλυση, σχεδιασμός και επεξεργασία προτάσεων για το ζήτημα της εισροής μεταναστευτικών πληθυσμών στην χώρα. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ενώ σε κάθε έξαρση του σχετικού διαλόγου  ακούγονται οι ίδιες στερεότυπες θέσεις, τα ίδια ευχολόγια ή αναθέματα και μετά την καταλαγή, τηρείται «σιγή ασυρμάτου» μέχρι την επόμενη επανάληψη. Όπως όλα τα θέματα, έτσι και αυτό της μεταναστευτικής πολιτικής, αντιμετωπίζεται εν θερμώ, δίχως ουσιαστική πρόταξη κάποιας τεκμηριωμένης άποψης και με προσέγγιση συμβατή με την εκάστοτε επικρατούσα «μόδα». Είναι λυπηρό και αδικεί τους πολίτες γιατί επί του συγκεκριμένου ζητήματος υπάρχει πλούσιο επιστημονικό έργο και μελέτες από τους Έλληνες επιστήμονες, το οποίο προσθέτει σημαντικά και εξειδικεύει θέματα από την παγκόσμια βιβλιογραφία και έρευνα. Πιο αναλυτικά:
Το ΠΑΣΟΚ, αρχικά από το 2004, εξέφρασε μια θετική και σχετικά ισορροπημένη θέση και πρέπει να ομολογηθεί ότι είναι η αιτία που το θέμα της μετανάστευσης κατέστη θέμα της κύριας πολιτικής ατζέντας επί της ουσίας του. Δεν επέτυχε, για λόγους συναφείς με την όλη αντίληψη και διαχείριση κράτους και κόμματος από την ηγετική ομάδα περί τον Γ. Παπανδρέου, να συγκροτήσει ουσιαστική πολιτική για την μετανάστευση. Ο Ν. 3838/2009 και οι επέκεινα παρεμβάσεις επί του θεσμικού πλαισίου, τακτοποίησαν κάποια εκκρεμή θέματα, πλην όμως δεν συνεκρότησαν μια ουσιαστική και ολοκληρωμένη πολιτική μετανάστευσης. Από την άλλη πλευρά, στο επίπεδο κομματικής διεργασίας, παρά την αρχικά θετική παρουσία της νέας θεσμικότητας (Τομέα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με αντικείμενο και την μετανάστευση) και παρά την δυνατότητα που δόθηκε για ισότιμη συμμετοχή των μεταναστών σε όλο το φάσμα των κομματικών οργάνων, δεν κατάφερε να αποδώσει τα αναμενόμενα. Στα πρώτα στάδια, έγιναν πράγματα αλλά, στην συνέχεια, από μια πλευρά η αδιαφορία ή η ανεπάρκεια των υπευθύνων του και από την άλλη η φοβική προσέγγιση ή η επίσης ανεπαρκής παρουσία των Κυβερνητικών στελεχών, των επιφορτισμένων με την ευθύνη της μεταναστευτικής πολιτικής, δεν απέτρεψαν την αοριστολογία και την χρησιμοποίηση των μεταναστών ως μηχανισμό εσωτερικών εκλογικών αντιπαραθέσεων ή ευκαιρία επιδείξεως «έργου» με ανώδυνα, εύκολα και ανούσια παρατάγματα.
Ακόμη και σήμερα –εντονότερα κατά την τελευταία 3ετία-, εκτός από διάφορες «ρωμαϊκού» τύπου εκδηλώσεις αυτοϊκανοποίησης, δεν έχει γίνει καμία ουσιαστική παρέμβαση στον μεταναστευτικό πληθυσμό, καθώς δεν υπάρχει διεργασία ενημέρωσης και εκπαίδευσης πρώτα του κομματικού κορμού και κατά συνέπεια και της κοινωνίας, ενώ, συνεχίζεται η επικοινωνία με τους μετανάστες να πραγματοποιείται διαμέσου συλλογικοτήτων(;) ελεγχόμενης βαρύτητας και προθέσεων ή σκοπού, δημιουργώντας έτσι προνομιούχους συνομιλητές με την κομματική θεσμικότητα, οι οποίοι αναγορεύονται σε παράγοντες ή και μεσάζοντες. Αυτό αποστερεί την δυνατότητα άμεσης και προσωπικής επικοινωνίας του πολιτικού αυτού, κόμματος με τον μετανάστη και δημιουργεί εντός του ευαίσθητου αυτού χώρου τις πιθανότητες ανάπτυξης «επαγγελματιών» μεταναστών με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η Νέα Δημοκρατία και το ΛΑ.ΟΣ. κρύπτονται πίσω από τον άκρατο φασίζοντα λαϊκισμό του «έξω οι ξένοι», απευθύνονται στα πλέον ταπεινά ένστικτα των πολιτών της ελληνικής κοινωνίας,  προκαλούντες τον φόβο, εμπαίζοντας την απελπισία που προκαλεί η περιδίνηση από την κρίση. Διακηρύττουν ότι η ανεργία θα περιορισθεί –αν δεν λυθεί οριστικά-, όταν φύγουν οι ξένοι, η εγκληματικότητα θα ελαχιστοποιηθεί και εν πάση περιπτώσει, θα υπάρξει καταλαγή αν οι ξένοι απομακρυνθούν. Αυτή η άποψη, είναι τόσο αφελής (επιεικώς) καθώς παραβλέπει ή επιχειρεί να συγκαλύψει για ψηφοθηρικούς λόγους τις παθογένειες και τις ανεπάρκειες της ελληνικής κοινωνίας, χαϊδεύει αυτιά και δεν είναι δυνατόν να την λάβει σοβαρά υπ’ όψιν κανείς σοβαρός ακροατής. Παρά ταύτα, ούτε αυτοί οι δύο πολιτικοί σχηματισμοί αντιστάθηκαν στον πειρασμό της …αξιοποίησης (!) μεταναστών μέσα στις τάξεις τους, κυρίως  ως άλλοθι αλλά ενίοτε και ως μηχανισμό εκλογικής χρήσεως.
            Στους αντίποδες, η Αριστερά,  με το ΚΚΕ να τοποθετείται με βάση την Μαρξιστική-Λενινιστική θεωρία περί πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, προλεταριακού διεθνισμού και την στερεότυπη αντιιμπεριαλιστική ρητορεία του. Οι σχηματισμοί της ανανεωτικής αριστεράς και οι δορυφόροι της κολακεύουν ασυνάρτητα τους μετανάστες και ουσιαστικά καταργούν την εθνική οντότητα, στην οποία όμως οι μετανάστες και θα πρέπει και επιθυμούν να ενταχθούν. Παραβλέπουν τα πραγματικά προβλήματα που ανακύπτουν από την ασύδοτη και ανεξέλεγκτη –αριθμητικά και ποιοτικά-, παρουσία μη νομίμων και μη καταγεγραμμένων μεταναστών. Η «αριστεροφανής», αφελής αυτή προσέγγιση δεν είναι ορθολογική αντιμετώπιση και εν πολλοίς είναι αδιέξοδη και απρόσφορη, καθώς δεν λαμβάνει υπ’ όψιν παραμέτρους αφορούσες στα προβλήματα και τις ανασφάλειες των ημεδαπών. Φυσικά ούτε λόγος για τα εμφιλοχωρούντα θέματα δημόσιας τάξης ή ακόμη και αυτά της εθνικής ασφάλειας. Είναι ευνόητο ότι η αντίληψη αυτή ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης όπως η διανυομένη, συντηρητικοποιεί την κοινωνία και προκαλεί μεγαλύτερες βλάβες στην υπόθεση «μετανάστης» από εκείνες μιας αξιόπιστης, σοβαρής πολιτικής, έστω και υπό συντηρητική θεώρηση.
            Δεν θα επεκταθώ περαιτέρω και θα κλείσω κάπου εδώ την τοποθέτησή μου, γιατί θα είναι πολλαπλά χρήσιμο να ακολουθήσει διάλογος και να εκφρασθούν θέσεις, απόψεις ή ακόμη και ερωτήσεις στις οποίες με χαρά θα προσπαθήσω να απαντήσω.
            Συνοψίζοντας, θα έλεγα, ότι η προβληματική κατάσταση που αντιμετωπίζουμε σήμερα, οφείλεται στην ατολμία της πολιτικής ηγεσίας της χώρας να αντιμετωπίσει ουσιαστικά και άμεσα το ζήτημα και προς την κατεύθυνση της υποστήριξης των μεταναστών να ενταχθούν και να νομιμοποιηθούν –κατά τις αρχικές φάσεις-, αλλά και στην ισόρροπη αντιμετώπιση προβλημάτων που ανέκυπταν για τους ημεδαπούς και την εκπαίδευση-καθοδήγηση της κοινωνίας να υποδεχθεί αυτούς τους νέους κατοίκους της χώρας. Δεν πρέπει να μην επισημαίνεται σε κάθε περίπτωση και η «υποκριτική» κατά μία έννοια στάση της Ε.Ε. η οποία εξαντλεί την αλληλεγγύη της στην χρηματοδότηση και δεν θέλει να αντιληφθεί ή μάλλον να αποδεχθεί ότι η Ελλάδα έχει σήμερα αυτή την εικόνα πρωτίστως γιατι είναι η εύκολη πύλη εισόδου στην Ε.Ε. και η οριογραμμή της είναι και μεγάλη αλλά και με την Τουρκία η οποία είναι γνωστόν, αποτελεί εύφορο έδαφος δράση παρανόμων κυκλωμάτων διακίνησης. Επίσης, είναι σημαντική η καθυστέρηση στην εφαρμογή του Ελληνικού Σχεδίου Δράσης για την διαχείριση των μεταναστευτικών ροών –δεν κατενόησα ποτέ γιατί ο διάδοχος του συντάκτου Υπουργού δεν έκανε το παραμικρό-, όμως η κατάρτισή του δεικνύει πολιτική βούληση και επαρκή γνώση, ελπίζω ότι θα αρχίσει να εφαρμόζεται και οι όποιες βελτιώσεις να πραγματοποιηθούν εγκαίρως. Παρεμπιπτόντως, σχετικά με το Τείχος του Έβρου πρέπει να επανεξετασθεί η χρησιμότητά του καθώς η πείρα έχει δείξει σε παρόμοιες περιπτώσεις ότι εκτρέπει ροές και δεν είναι αποτελεσματικό (commissioner Malshtrom), ενώ τα Κέντρα Κράτησης δεν πρέπει να αναφέρονται ως τέτοια, αλλά, να είναι φυλασσόμενοι χώροι υποδοχής και φιλοξενίας. Η περιβόητη Frontex, μπορεί να εξυπηρετεί άλλες ανάγκες πλην όμως, επί του προκειμένου δεν έχει αποτρεπτική αρμοδιότητα και περιορίζεται μόνον στην καταγραφή των εισόδων. Είναι χρήσιμο κι αξιοποιήσιμο αυτό το γεγονός σε άλλα πεδία, πλην όμως, δεν λύνει και δεν συμβάλλει ουσιαστικά στην επίλυση προβλημάτων ανάσχεσης των μεταναστευτικών ροών. Τέλος, δεδομένου του ότι το ζήτημα είναι πρωτίστως πολιτικό, η δημιουργία ειδικού χαρτοφυλακίου για την μετανάστευση κρίνεται ενέργεια σκόπιμη και αναγκαία, προκειμένου να αποτραπεί η εμπλοκή στον κυκεώνα συναρμοδιοτήτων και των όλων παθογενειών της ελληνικής διοίκησης.

Λυκούργος Χατζάκος
Παρέμβαση στην εκδήλωση του CaffeBabel

Δεν υπάρχουν σχόλια: