Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Η Πρόκληση για ένα νέο Διοικητικό Σύστημα (Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Μεταρρύθμιση")


Η Πρόκληση για ένα νέο Διοικητικό Σύστημα

 Το Διοικητικό Σύστημα της χώρας αποτελεί ζωτικής σημασίας τομέα, επί του οποίου απαιτείται να υπάρξουν παρεμβάσεις, σε επίπεδο ριζοσπαστικών αλλαγών. Τα σημερινά δεδομένα ανέδειξαν, όχι μόνον, την αδυναμία ενός σκουριασμένου, δύσκαμπτου και αναχρονιστικού εργαλείου να συμβάλει στην  προσπάθεια της χώρας, αλλά ακόμη περισσότερο το καθιστούν τον ισχυρότερο αντίπαλο σε κάθε επιχείρηση υπέρβασης της κρίσης και των αδιεξόδων. Από μιας αρχής, πρέπει να ειπωθεί, το Ελληνικό Κράτος έχει αποδειχθεί αναποτελεσματικό και ανίσχυρο να λειτουργήσει δημιουργικά στην συνθήκη κρίσεως, αλλά και να ανταποκριθεί στο ελάχιστο στην βασική αποστολή του, να επιλύει, δηλαδή, προβλήματα των πολιτών ακόμη και σε φυσιολογικές συνθήκες.
Σε καμία περίπτωση δεν συντάσσομαι με εκείνους οι οποίοι θεωρούν το Κράτος και την παρέμβασή του επί παντός πανάκεια ή θεωρούν κάθε επιθυμία τους υποχρέωσή του. Όμως, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι ζούμε σε μία χώρα όπου η Κεντρική Κυβέρνηση έχει πάνω από 20.000 (!) αρμοδιότητες, μια γραφειοκρατία η οποία απεδείχθη αποτρεπτική για κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης. Η συναρμοδιότητα, πάγια μάστιγα, επιδεινώνει τα πράγματα ακόμη περισσότερο. Δεν φαντάζομαι να υπάρχει άλλο υπόδειγμα Κράτους στον κόσμο όπου ένα πάρκο εμπίπτει στην αρμοδιότητα του β’ βαθμού αυτοδιοίκησης, ο δρόμος εμπρός από αυτό στην κεντρική κυβέρνηση και τα πεζοδρόμιά του στον δήμο! Φυσικά, η κατάσταση αυτή, δεν είναι αποτέλεσμα των τελευταίων ετών της κρίσης. Η κρίση, απλώς τα ανέδειξε, καθώς η «μηχανή» αποψιλώθηκε από κάθε δυνατότητα . . . ευελιξίας, προς την συγκάλυψη των αδυναμιών.
Ως Διοικητικό Σύστημα, εννοείται το σύνολο των θεσμών οι οποίοι προσδιορίζουν και συνθέτουν τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η εξουσία, το οργανόγραμμα και τον τρόπο οργάνωσης αυτών των λειτουργιών. Καθορίζει δηλαδή, τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η Δημόσια Διοίκηση και το λειτουργικό περιβάλλον του Δημόσιου Τομέα. Πρέπει να συγκρατείται η διάκριση δημόσιας υπηρεσίας και δημόσιας Αρχής. Η διάκριση –σύμφωνα με το Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο-, αφορά στην αρμοδιότητα αποφάσεων (Υπουργοί, Γραμματείς Περιφέρειας κ.λπ.). Η Δημόσια Διοίκηση, έχει ως αποστολή την άσκηση εκτελεστικής και μόνον λειτουργίας του Κράτους.
Δεν είναι σκόπιμο να παραθέσω τις διαφορετικές απόψεις της νομικής επιστήμης, συναφείς με το περιεχόμενο των όρων «δημόσια διοίκηση», «δημόσιος τομέας», διοικητικό & δημόσιο δίκαιο κ.λπ. Προφανώς και είναι αντιληπτό εύκολα ότι στην διάρκεια της εξέλιξης από την φεουδαρχία στην αστική δημοκρατία, με αιχμή των αλλαγών την Γαλλική Επανάσταση του 1789 και την διακυβέρνηση του Ναπολέοντα (Ναπολεόντειο Σύστημα) το περιεχόμενο και η ουσία των όρων αυτών μετεβλήθη αναλόγως.
Στην Ελλάδα, μόνιμο χαρακτηριστικό -παρά το γεγονός ότι κάποιες προσπάθειες είχαν διαφορετική πρόθεση-, υπήρξε η εμμονή σε ένα συγκεντρωτικό και  περιοριστικό χαρακτήρα απέναντι σε κάθε προοπτική αποκέντρωσης ή διάχυσης της εξουσίας, παρά την αντίθετη διεθνή εμπειρία. Η Ευρωπαϊκή αντίληψη για την σύγχρονη κρατική οργάνωση, απέσυρε ή εξέλισσε σε βαθμό επαναστατικών αλλαγών το σύστημα που κληρονόμησε η Γαλλική Επανάσταση και ο Βοναπάρτης, ακολουθώντας πιο ευέλικτες και αποτελεσματικές μορφές οργάνωσης. Στην χώρα μας, βασικός ανασταλτικός παράγοντας για κάθε παρόμοια αλλαγή ήταν η ύπαρξη ενός συγκεντρωτικού –στα όρια του αυταρχισμού- Κράτους, πλαίσιο εντός του οποίου οι πελατειακές σχέσεις ήταν απείρως πιο εύκολο να δομηθούν και συνεπώς η επιβίωση της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, καθίστατο ευχερέστερη.
Προφανώς αυτή η διαδικασία, στο πέρασμα των χρόνων, λειτούργησε σωρευτικά και έχει σε μεγάλο βαθμό συμβάλει όχι μόνον στην δημιουργία και έκρηξη της σημερινής κρίσης, αλλά και στις δυσκολίες και αδιέξοδα που παρουσιάζονται στην προοπτική απαγκίστρωσης.
Υπάρχουν πολλά που πρέπει και θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης σχετικά με το θέμα, αλλά στο παρόν κείμενο θα επιλέξω να ασχοληθώ με το πεδίο της Αυτοδιοίκησης. Ένα πεδίο, το οποίο, έχει αποτελέσει κατά περιόδους επίκεντρο πολιτικής αντιπαράθεσης και εξαγγελιών περί διευρύνσεως της Δημοκρατίας κ.λπ. ‘Όμως, τουλάχιστον στην μεταπολιτευτική περίοδο, παρά τις ενδεχόμενες καλές προθέσεις δεν υπήρξε μία ουσιαστική αποκεντρωτική πολιτική. Αυτή, η πολιτική δηλαδή αποκέντρωσης, μόνο συγκρινόμενη με την προηγούμενη εσωτερική κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί ως πρόοδος. Βεβαίως, σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με την διοικητική οργάνωση αντιστοίχων Ευρωπαϊκών Κρατών (ακόμη και η ίδια η μητέρα του συστήματος, η Γαλλία, το έχει προ καιρού αντικαταστήσει).
Συνοπτικά, η διαδρομή στην εξέλιξη του θεσμικού πλαισίου της αυτοδιοίκησης έχει ως εξής: Την 27η Δεκεμβρίου 1833, κατατίθεται ο νόμος για την διοικητική διαίρεση του νέου ελληνικού κράτους και ορίζει τους δήμους και τις κοινότητες καθώς και το πλαίσιο που διέπει την λειτουργία τους. Ως ελάχιστη διοικητική μονάδα ορίζεται ο Δήμος. Οι δήμοι της χώρας διακρίνονται αναλόγως του αριθμού του πληθυσμού εντός των ορίων τους σε α’ (άνω των 10.000 κατοίκων)– β’ (άνω των 2.000 κατοίκων)και γ’ τάξεως (μέχρις 2.000 κατοίκους).
Το σύστημα αυτό, ήταν Γαλλικής προελεύσεως και εφαρμόσθηκε από την Βαυαρική Αντιβασιλεία (Μάουερ). Διαιρούσε την χώρα σε διοικητικές περιφέρειες υπό την ανεξέλεγκτη εξουσία του Κέντρου και δεν συνυπολόγιζε την αυτοδιοικητική εμπειρία της κοινότητας και της αυτονομίας που είχε στην διαχείριση των τοπικών υποθέσεων, κάτι που είχε διατηρηθεί και από την Οθωμανική Διοίκηση, αλλά, ακόμη και προηγουμένως στις περιοχές που διατηρούσαν υπό τον έλεγχό τους οι Φράγκοι ηγεμόνες ή οι Ενετοί. Δηλαδή, η προσπάθεια αυτή διοργάνωσης της διοικήσεως του νέου Κράτους, δεν έλαβε υπ’ όψιν δοκιμασμένους στον χρόνο θεσμούς. Επίσης, για τους δημάρχους στους δήμους α’ & β’ τάξεως, την τελική ευθύνη ορισμού τους είχε ο βασιλέας (αντικαταστάθηκε στις μέρες μας από το κομματικό χρίσμα), όπως περιγράφει και ο Θ. Αγγελόπουλος «ο βασιλέας θέλει κινεί ιδίω δακτύλω και αυτόν τον ελάχιστον τροχόν της διοικητικής μηχανής»[1]. Εξ αυτού και μόνον, δηλαδή, εκ της παραλήψεως και αδιαφορίας των κεκτημένων της τότε ελληνικής κοινωνίας, επιχειρήθηκε η εφαρμογή ενός τεχνητού, επιπόλαιου και ανελεύθερου συστήματος, όπως το χαρακτηρίζουν οι μελετητές της περιόδου εκείνης.
Η πρώτη σημαντική προσπάθεια εκσυγχρονισμού του διοικητικού συστήματος και της θεσμικής προσαρμογής της τοπικής αυτοδιοίκησης, πραγματοποιήθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον Ν. ΔΝΖ’/1912. Η σημασία που εδίδετο από τον Βενιζέλο στο θέμα της αυτοδιοίκησης, γίνεται φανερή από την προεκλογική ομιλία του στην Λάρισα τον Νοέμβριο του 1911: «[…]Η κυβέρνησις της ανορθώσεως θέλει επιδιώξει συγχρόνως την εξυγίανση της διοικήσεως, δια της αναπτύξεως του κοινοτικού θεσμού, ο οποίος αποτελεί την βάσιν της αληθούς αυτοδιοικήσεως. […]Η κοινότης, αυτός ο αληθής οργανισμός, καλώς οργανούμενος θέλει αναλάβει τα έργα των δήμων […] παιδαγωγών τον λαόν εις την κρίσιν των ελευθέρων θεσμών [..]» Είναι προφανής η σύγχρονη, προοπτική προσέγγισή του αλλά και γίνεται ορατή η σημασία και η θετική απήχηση που είχε ο θεσμός στην ελληνική κοινωνία. Δεν ήταν θέμα μεγέθους διοικητικής μονάδας. Η έννοια του όρου «κοινότητα», αποτελούσε ευθεία αναφορά στην δυνατότητα μιας τοπικής κοινωνίας να επιλύει και να αποφασίζει μόνη για τα ζητήματά της, όπως π.χ. η περίφημη κοινότητα Αμπελακίων, αλλά και άλλες που ήκμασαν και παρήγαγαν πλούτο, έξω από τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας, όποια και αν ήταν αυτή. Με το Σύνταγμα του 1927 θεσμοθετείτο και η οικονομική αυτοδυναμία των ΟΤΑ, κάτι που στην πορεία του χρόνου και των εξελίξεων ανακλήθηκε και η επόμενη πρωτοβουλία εκσυγχρονισμού του θεσμού, πραγματοποιείται το 1952. Στο Σύνταγμα του 1954 δεν τίθεται ζήτημα για την οικονομική αυτοδυναμία των αυτοδιοικητικών μονάδων, με ουσιαστική κατάληξη, η διοίκηση από τους ΟΤΑ να ασκείται στα όρια της βουλήσεως της κεντρικής διοίκησης. Επόμενη παρέμβαση επιχειρείται το 1975 και μετά το 1982.
Οι παρεμβάσεις αυτές, δίχως αμφιβολία, προσέδιδαν πιο δημοκρατικό χαρακτήρα, αλλά, πιθανότατα, λόγω της προηγούμενης ανώμαλης περιόδου διακυβέρνησης, δεν τόλμησε η μεταπολιτευτική, νέα πολιτική τάξη την ριζοσπαστική αλλαγή. Ομοίως και οι θεσμικές αλλαγές που επακολούθησαν, δεν τόλμησαν να προχωρήσουν σε μια ουσιαστική και ριζοσπαστική πολιτική αποκέντρωσης.
Ο αριθμός των 5710 κοινοτήτων και 299 δήμων μειώθηκε σε 300 μετά την εφαρμογή των σχεδίων Καποδίστριας και Καλλικράτης. Δυστυχώς, κατά την εφαρμογή των σχεδίων αυτών, το θέμα του διαρθρωτικού προβλήματος του μεγάλου αριθμού ΟΤΑ αντιμετωπίσθηκε με την απλή «συγκόλληση» κοινοτήτων ή κάποιων δήμων σε άλλους, ενώ, παραμένει το πρόβλημα άνισης κατανομής πληθυσμού, κυρίως, λόγω του υπερπληθυσμού των αστικών κέντρων. Αυτό, όμως, δεν ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε πραγματικές λύσεις αναπτυξιακής προοπτικής, καθώς για λόγους ακατανόητους –τουλάχιστον, όσον με αφορά-, δεν αποτολμήθηκε ο αναγκαίος επανασχεδιασμός των διοικητικών μονάδων ή έστω μέρους αυτών, με σύγχρονα αναπτυξιακά κριτήρια και αντίστοιχη κατανομή πόρων. Προφανώς, η σκοπιμότητα διατηρήσεως του τελικού ελέγχου από την κεντρική κυβέρνηση επικράτησε και επομένως, δεν κρίθηκε απαραίτητο κάτι τέτοιο. Ακόμη και αυτός ο πρόσφατος νόμος για την Αποκεντρωμένη Διοίκηση («Καλλικράτης»), αν και πρέπει να αναγνωρισθεί ότι δίδει μεγαλύτερο εύρος αρμοδιοτήτων και δυνατοτήτων, δεν κινείται σε τροχιά πραγματικής αποκέντρωσης, αφού ο τελικός έλεγχος διατηρείται από την Κεντρική Κυβέρνηση και τον αρμόδιο Υπουργό.
Εφ’ όσον όλοι σήμερα συζητούν, με όποιον τρόπο και αν το κάνουν, την ανάγκη αλλαγής παραγωγικού μοντέλου στην χώρα, δεν είναι αυτονόητη η αναγκαιότητα αλλαγής του διοικητικού συστήματος; Με ποιο εργαλείο και αντίληψη θα προχωρήσουν αυτές οι αλλαγές; Λιγότερο Κράτος, δεν σημαίνει μόνον μείωση του προσωπικού στον δημόσιο τομέα, ούτε μόνον περιστολή δαπανών μέσω μειώσεως αποδοχών και οργανισμών. Λιγότερο Κράτος, πρωτίστως συνεπάγεται την αποκέντρωση της εξουσίας και τούτο, προκειμένου να έχει περιεχόμενο και ουσία προϋποθέτει και την πραγματική οικονομική αυτοτέλεια των ΟΤΑ.
Συγκεκριμένα, ένας Οργανισμός Αυτοδιοίκησης σε ένα σύγχρονο κράτος οφείλει να ασκεί πρωτογενώς εξουσία και όχι απλά, να διαχειρίζεται τις αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης. Να λαμβάνει και διαμορφώνει αποφάσεις για τα πράγματα εντός της περιοχής ευθύνης του. Επίσης, πρέπει να έχει πλήρη ελευθερία και δυνατότητα καθορισμού της διαρθρώσεώς τους και όχι να διαχειρίζεται και μόνον τους οικονομικούς πόρους ή να διαμορφώνει απλά το ύψος τους. Οι επιλογές σε αυτά τα ερωτήματα διαμορφώνονται προδήλως, από την απάντηση στο τι είδους, τι χαρακτήρα ΟΤΑ θέλουμε να έχουμε στο πλαίσιο της διοίκησης. Εάν επιλέγουμε δηλαδή, μια Αυτοδιοίκηση η οποία θα είναι διαχειριστής των κρατικών λειτουργιών ή αυτοτελής, πολιτική και διοικητική μονάδα.
Μία αυτοτελής διοικητική μονάδα, πρέπει να έχει ευθύνη για την κατανομή παραγωγικών πόρων, να συμβάλλει ουσιαστικά στην αναδιανομή του εισοδήματος και ο ρόλος της στην άσκηση εθνικής σταθεροποιητικής πολιτικής να είναι ίσης βαρύτητας, τουλάχιστον, με εκείνον της κεντρικής κυβέρνησης. Πιο αναλυτικά, στο πλαίσιο της προηγούμενης αναφοράς, εάν η απάντηση είναι η επιλογή αυτοτελούς χαρακτήρα για τους ΟΤΑ, τότε είναι ευνόητη η μεταφορά αρμοδιοτήτων στους παρακάτω τομείς:
Αστυνόμευσης: δεν είναι προτιμότερη και πιο λειτουργική, η υπαγωγή των τοπικών αστυνομικών τμημάτων Τάξης υπό την διοίκηση του κάθε δήμου ή της επόμενης διοικητικής μονάδας; Η αποτελεσματικότητα, η σχέση πολίτη-αστυνομικών αρχών και ο έλεγχος θα είναι καλύτερος και αμεσότερος.
Υγείας: Ο πρώτος βαθμός περίθαλψης και παροχής υπηρεσιών υγείας είναι απείρως παραγωγικό να οργανώνεται και να αποτελεί αρμοδιότητα και ευθύνη των ΟΤΑ. Έχει ενδαφέρον δε, η περίπτωση όπου και υγειονομικές μονάδες 2ου βαθμού  να ανήκουν στην αρμοδιότητα της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης. Το Κράτος, πρέπει να έχει συμμετοχή στον επιτελικό σχεδιασμό, αλλά η ευθύνη, η διαχείριση, η οργάνωση και η λειτουργία πρέπει να περάσει εξ ολοκλήρου στην αυτοδιοίκηση.
Εκπαίδευσης: Οι δήμοι ή οι Περιφέρειες, σε συνεργασία -εντός προβλεπομένων και καθορισμένων θεσμικών πλαισίων-, με την εκπαιδευτική κοινότητα (καθηγητές, γονείς), μπορούν και θα πρέπει να αναλάβουν την αρμοδιότητα κατάρτισης του εκπαιδευτικού προγράμματος της πόλης ή της Περιφέρειας, με βάση τον Εθνικό Στρατηγικό Σχεδιασμό για την εκπαίδευση που θα διαμορφώνεται από το αρμόδιο  Υπουργείο. Ευνόητο είναι ότι αυτό συνεπάγεται και αλλαγές στο σύστημα εισαγωγής στην Γ΄βάθμια εκπαίδευση. Επίσης, ενώσεις ΟΤΑ, δεν θα ήταν κακό να μπορούν σε συνεργασία με άλλους φορείς να ιδρύουν εκπαιδευτικά ιδρύματα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τα οποία όμως θεωρώ ότι πρέπει να υπάγονται στην αρμοδιότητα της κεντρικής κυβέρνησης.
Συγκοινωνιών: αν θεωρηθεί επί παραδείγματι, ότι το metro είναι υπερτοπικό μέσο και αποτελεί αποτέλεσμα κεντρικού σχεδιασμού, τότε, γιατί οι Δήμοι ή ενώσεις όμορων δήμων δεν μπορούν να σχεδιάσουν την εσωτερική μετακίνηση, των δημοτών τους καλύτερα και πιο αποτελεσματικά από έναν οργανισμό όπως ο σημερινός;
Δικαιοσύνη: η δημιουργία συστήματος υπαγωγής των πρώτων βαθμών απονομής Δικαίου, στους ΟΤΑ, είναι ένα σημείο που πρέπει να εξετασθεί σοβαρά.
Η ουσιαστική και διεξοδική μελέτη της εμπειρίας και του θεσμικού πλαισίου των Ευρωπαϊκών ή και άλλων, Κρατών (Σκανδιναβία, Πορτογαλία, Ηνωμένο Βασίλειο κ.ά.), είναι απολύτως χρήσιμη.
Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής, έχει ως προϋπόθεση την διαθεσιμότητα πόρων, αναλόγως των επιτοπίων αναγκών και συνεπώς, οδηγεί στην δυνατότητα φορολογικής εξουσίας, με τον απαιτούμενο σχεδιασμό των μεταβατικών σταδίων. Δεν χρειάζεται, φυσικά, να ειπωθεί ότι οι φόροι που θα αποδίδονται στην αυτοδιοίκηση, δεν θα αποτελούν έσοδα του κράτους, ούτε θα επιβαρύνουν την φορολόγηση των πολιτών, καθώς θα αφαιρεθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό το βάρος των επιχορηγήσεων και οικονομικών παροχών προς τους ΟΤΑ (ΣΑΤΑ κ.λπ.)και οι ανάγκες χρηματοδοτήσεως των υπηρεσιών που αυτοί θα έχουν υπό την ευθύνη τους. Η κεντρική κυβέρνηση θα πρέπει να έχει εποπτικό ρόλο –ως προς την διαφάνεια και την τήρηση του θεσμικού πλαισίου- και ρόλο τελικής διαμόρφωσης του εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού καθώς και την πλήρη ευθύνη για την αναπτυξιακή πολιτική της χώρας, της Άμυνας, της εξωτερικής πολιτικής. Επίσης δεν αποκλείεται η ύπαρξη δομών σε Εθνικό επίπεδο, για ζητήματα που υπερβαίνουν την τοπική-περιφερειακή εμβέλεια. Αυτές θα είναι πολύ περιορισμένου όγκου και θα μπορούν να παρεμβαίνουν μετά από απόφαση αρμόδιας Αρχής σε περιπτώσεις που κρίνεται ότι συντρέχουν Εθνικοί λόγοι.
Για την επιτυχή υλοποίηση ενός τέτοιου μοντέλου διοίκησης, είναι πρόδηλη η ανάγκη:
-   Σχεδιασμού ενός απλού μηχανισμού οικονομικής διοικήσεως των ΟΤΑ, με πλήρες και χωρίς επικαλύψεις πλαίσιο αρμοδιοτήτων (αποφυγή αλληλεπικαλύψεων). Αυτός ο μηχανισμός πρέπει, ευνοήτως, να είναι συμβατός με εκείνον της κεντρικής διοικήσεως.
-   Σταδιακής μετάβασης προς την οικονομική αυτοδυναμία, με κλιμακούμενη μείωση των κρατικών πόρων προς τους ΟΤΑ, μέχρι την τελική κατάργησή τους, μετά από την πλήρη ανάπτυξη των οικονομικών δυνατοτήτων των οργανισμών αυτοδιοίκησης. Είναι αυτονόητη η εξομάλυνση των ανισοτήτων μεταξύ των ΟΤΑ, προκειμένου να διασφαλίζεται ένα ελάχιστο κοινό επίπεδο στην παροχή υπηρεσιών.
Ανακύπτει το ερώτημα, αν η άσκηση φορολογικής εξουσίας από τους ΟΤΑ θα δρομολογήσει θετικές εξελίξεις στην όλη διαδικασία την ανάπτυξης και εφαρμογής ορθολογικού πλαισίου στην λειτουργία της χώρας. Πολλοί θα προβάλουν και ίσως δικαιολογημένες, αντιρρήσεις και επιφυλάξεις, σχετικά με την δυνατότητα των ΟΤΑ να διαχειρισθούν αυτή την νέα πραγματικότητα. Πρέπει να αποφύγουμε αυτό το δίλημμα. Τα οφέλη από μια τέτοια εξέλιξη θα είναι πολλαπλά και απείρως θετικά.
Πρώτον, θα υπάρξει η δυνατότητα σχεδιασμού των δαπανών σε βάθος χρονικού ορίζοντα, καθώς, η βεβαιότητα των εσόδων θα είναι υπαρκτή και το μέγεθος προβλέψιμο.
Δεύτερον, μία τέτοια διοίκηση θα οδηγήσει σε πιο ορθολογική διαχείριση των δαπανών από τις τοπικές αρχές καθώς αυτές, θα βρεθούν προ των ευθυνών τους για ενδεχόμενη κακή διαχείριση ή σπατάλη που θα συνεπάγεται μεταβολές στην φορολογική πολιτική τους, μιας και οι κρατικοί πόροι θα εκλείπουν. Οι τοπικοί άρχοντες, δεν θα μπορούν πλέον να κρύβονται πίσω από την δικαιολογία «δεν μας δίνει χρήματα το κράτος», αλλά θ α υποχρεωθούν στην ανάληψη των ευθυνών του σχεδιασμού και των επιλογών τους..
Τρίτον, οι δημότες θα αναπτύξουν φορολογική συνείδηση, αφού θα έχουν πλήρη αντίληψη των δαπανών –καλύτερος και πιο ουσιαστικός κοινωνικός έλεγχος- και θα είναι αποδέκτες των έργων και υπηρεσιών των οποίων η αξία και αναγκαιότητα θα αποτιμάται άμεσα.
Τέταρτον, καθίσταται ευχερέστερη η διαδικασία είσπραξης των φόρων και δικαιότερο το φορολογικό σύστημα, καθώς, η τοπική φορολογική πολιτική θα έχει την ευελιξία να λαμβάνει υπ’ όψιν τις τοπικές συνθήκες και δυνατότητες. Παραλλήλως δε και ο έλεγχος θα είναι ευχερέστερος και η διαχείριση πιο παραγωγική. Φυσικά, θα περιόριζε και την φοροδιαφυγή, αφού όπως προανεφέρθη, η αποτίμηση των παροχών θα ήταν δυνατή σε άμεσο χρόνο. Τα όσα περιγράφονται ανωτέρω, μπορεί να υλοποιηθούν και να λειτουργήσουν με την διαμόρφωση των κατάλληλων διοικητικών δομών. Πρέπει να εξετασθεί και να υπάρξει:
1.Συγκρότηση Μητροπολιτικών Δήμων, τουλάχιστον, στα αστικά κέντρα
2.Λειτουργία συμβουλίων κοινοτικών διαμερισμάτων ως εισηγητικά, κανονιστικά όργανα, αλλά και ως θεσμοί ασκήσεως κοινωνικού ελέγχου σε παράλληλη επικοινωνία και διαβούλευση με άλλους θεσμικούς φορείς –π.χ., για θέματα εκπαίδευσης με την Δημοτική Επιτροπή Παιδείας.
3.Αλλαγή στα Δημοτικά Όργανα και τον τρόπο εκλογής τους:
α) Δήμαρχος & Αντιδήμαρχοι: εκλέγονται από παραταξιακό ψηφοδέλτιο και αποτελούν την εκτελεστική Αρχή του Δήμου.
β) Δημοτικό Συμβούλιο: εκλέγεται από ενιαίο ψηφοδέλτιο και από αυτό προέρχονται οι εντεταλμένοι Δημοτικοί Σύμβουλοι κατά τομέα. Έχουν αρμοδιότητες συναφείς με τα σημερινά Δ.Σ. και ελέγχουν το σχήμα της Διοίκησης στον τομέα τους. Ο αριθμός του ποικίλει από 5-15, αναλόγων το μέγεθος του Δήμου και τις άλλες πιθανά υπάρχουσες ιδιαιτερότητες της πόλεως.
Τα προεκτεθέντα, θα είναι περισσότερο λειτουργικά εάν συνδυασθούν με αλλαγές στο εκλογικό σύστημα (σμίκρυνση εκλογικών περιφερειών κ.λπ.)· παρεμβάσεις οι οποίες, δεν θα εστιάζουν στο αριθμητικό κριτήριο εκπροσώπησης (τόσοι εκπρόσωποι ανά χ αριθμό κατοίκων), αλλά στο ποιοτικό και λειτουργικό. Δεν ωφελούν σε τίποτε τα πολυπληθή και άνευ ουσιαστικών αρμοδιοτήτων και ρόλο δημοτικά συμβούλια ή εκπρόσωποι στο Εθνικό Κοινοβούλιο οι οποίοι δεν είναι ορατοί στο σώμα των πολιτών που τους επιλέγει.
Τέλος, ως επίλογο θέλω να πω ότι, οι σκέψεις και προτάσεις που παραθέτω στο κείμενο αυτό, αποτελούν ένα πλαίσιο προβληματισμού, ο οποίος προκύπτει αφ’ ενός από την εμπειρία μετά από την υπηρεσία μου στην αυτοδιοίκηση και την διεθνή διαδρομή μου. Η Αυτοδιοίκηση είναι ένα πεδίο άκρως προκλητικό για όποιον θέλει να ασχολείται με τα κοινά καθώς, η επαφή είναι άμεση, ανθρώπινη και υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις ο ασχολούμενος με αυτήν καθίσταται απολύτως παραγωγικός και χρήσιμος στους συμπολίτες του. Η Αυτοδιοίκηση, ακόμη και για την πιο μικρή κοινότητα, πρέπει να είναι ένα πεδίο δημιουργικής πολιτικής λειτουργίας και προσφοράς. Τα όρια σε αυτά δεν είναι άλλα, από την δυνατότητα της κοινωνίας και των λειτουργών της. Η συζήτηση είναι αναγκαίο να ανοίξει σε πλαίσιο προοδευτικής, αποκεντρωτικής και άρα αναπτυξιακής προοπτικής.



[1] Θ. Αγγελόπουλος, «Το δίκαιο των υπαλλήλων», Αθήνα, 1923

Δεν υπάρχουν σχόλια: