Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Από την θανατική καταδίκη του Salman Rushdi, στην Βεγγάζη του 2012

 Από την θανατική καταδίκη του Salman Rushdi, στην Βεγγάζη του 2012

Οι εικόνες με τους Αμερικανούς Διπλωματικούς βορά στην αγέλη «προσβεβλημένων» μόνον φρίκη προκαλεί. Δεν ξέρω αν κάποιοι υπερασπισθούν το «πολιτισμικό» κεκτημένο αθλίων και ταυτοχρόνως, επικίνδυνα ηλιθίων φανατικών, που με πρόσχημα την «ευλάβεια» δολοφονούν με τον τρόπο αυτόν. Από μιας αρχής, να ξεκαθαρίσω ότι δεν θίγομαι ως οπαδός κάποιας συγκεκριμένης θρησκείας. Σέβομαι απολύτως το δικαίωμα, την ανάγκη κάθε ανθρώπου να θρησκεύεται. Με εξοργίζει όμως ο φανατισμός, είναι η προσπάθεια ορισμένων να επιβάλλουν το –κατά κρίση τους- Φως Αληθινό. Έχω την αντίληψη, ότι όσο πιο πραγματικά πιστός είναι κανείς και όσο πιο βαθειά γνωρίζει την αλήθεια της θρησκείας ή της ιδεολογίας του, τόσο πιο ανεκτικός είναι έναντι των άλλων, αλλά και αυτοσαρκάζεται. Επομένως, κάθε είδους αλαλάζοντες οπαδοί απωθούν. Οι άνθρωποι κρίνονται από άλλα χαρακτηριστικά: αυτό της εντιμότητας, του σεβασμού, της σεμνότητας, της ικανότητας και τέλος της προσπάθειάς που καταβάλλουν για την προσωπική τους καλλιέργεια και βελτίωση της προσωπικότητάς τους. Κάθε άλλη διάκριση είναι δείγμα πρωτογονισμού και φασιστική.
Αξίες όπως εκείνες της ελεύθερης διακίνησης ιδεών και της ελευθερίας του λόγου, συνθέτουν το πολιτισμικό βάθρο της δημοκρατίας και του Δυτικού Πολιτισμού. Στον αντίποδα, ο φανατισμός (κάθε είδους), η μισαλλοδοξία, η αντίληψη για φυλετική ή θρησκευτική υπεροχή. Κάθε σοβαρός και σκεπτόμενος άνθρωπος έχει υποχρέωση να αντιδρά και να αντιτίθεται όπου συναντά τέτοιες αντιλήψεις. Αυτά, ως κατάθεση αρχών.
Όσον, αφορά στο περιστατικό της Βεγγάζης, έχω την αίσθηση ότι δεν πρέπει να εξετασθεί ως μεμονωμένο γεγονός ή ως απλή εκτράχυνση μαζών. Την τελευταία 8ετία-10ετία, παρατηρείται μια κλιμακούμενη κάμψη της σθεναρής στάσης, με την οποία η Ευρώπη αντιμετώπιζε παρόμοια περιστατικά, ενώ οι αντιδράσεις των μουσουλμάνων καθίστανται πιο βίαιες και οι κινητοποιήσεις τους αποκτούν μεγάλη έκταση. Η διαφοροποίηση αυτή γίνεται πλήρως ορατή αν εξετάσουμε δύο σημαντικά περιστατικά: της περιπτώσεως του συγγραφέα των «Σατανικών στίχων» και της έκδοσης κάποιω γελοιογραφιών του Μωάμεθ στην Δανία.
Αν ανατρέξουμε στην περίπτωση Salman Rushdi, θα δούμε ότι η  αναφορά του στον Προφήτη ήταν αν όχι μεγαλύτερης, τουλάχιστον ιδίας βαρύτητας με το πρόσφατο video. Ειρήσθω εν παρόδω, τα όσα απεικονίζονται σε αυτό δεν είναι πρώτη φορά που ακούγονται δημόσια. Ο ιερέας Zakhariya Potros, Κόπτης Αιγύπτιος που ζεί σήμερα στις ΗΠΑ, επανειλημμένως έχει κάνει στο τηλεοπτικό κανάλι που διαθέτει ταυτόσημες, σχετικές αναφορές. Ο ομόθρησκός του επίσης Αιγυπτιακής καταγωγής Αμερικανός πολίτης, απλώς τα εκδραμάτισε και ανήρτησε το προϊόν αυτό σε ένα δίκτυο πολύ μεγαλύτερης εμβέλειας.
Ο Rushdi υπονόμευε ευθέως τα θεμέλια της μουσουλμανικής θρησκείας καθώς αποκαλούσε τον Μωάμεθ “Hound”. Η fatwa του Ayatollah Khomeini με την οποία ο Rushdi καταδικάστηκε σε θάνατο, είχε προσκρούσει στην υπεράσπιση του συγγραφέα από τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης -με πρώτη την τότε Πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Margaret Thatcher- και από όλους τους Δυτικούς λογοτεχνικούς, ακαδημαϊκούς κύκλους. Τότε, καμία μαζική εκδήλωση βίαιης αντίδρασης δεν είχε σημειωθεί σε ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο, αν και οι «Σατανικοί Στίχοι», είχαν εκδοθεί σε μεγάλο αριθμό Δυτικών χωρών, ενώ οι αντιδράσεις του ιερατείου της Τεχεράνης, θα έλεγε κανείς ότι λειτούργησαν και ως κίνητρο για την έκδοση του βιβλίου σε περισσότερες χώρες και αντίτυπα.
Επιπροσθέτως, από την Ευρωπαϊκή πλευρά είχε τεθεί ως προϋπόθεση της συνέχειας και προόδου του διαλόγου μεταξύ Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Ιράν, η ανάκληση της θανατικής καταδίκης. Κανείς στην Δύση δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να απολογηθεί και να προτάξει δικαιολογίες περί «ατυχούς» εκφράσεως του συγγραφέα ή ότι η ενδεχομένη αμετροέπειά του βαρύνει τον ίδιο και όχι Κυβερνήσεις και πολίτες της Δύσης. Με λίγα λόγια, τότε, οι Δυτικοί φορείς, ως όφειλαν, ανέλαβαν πλήρως την ευθύνη της προστασίας του ελεύθερου λόγου και σκέψης, της ελεύθερης έκφρασης, ενώ πέραν κάποιων διαδηλώσεων στην Τεχεράνη και πολύ λίγα κέντρα του Ισλαμικού κόσμου, ουδεμία άλλη ταραχή ή κινητοποίηση υπήρξε.
Στην πορεία του χρόνου, όμως, η στάση και των δύο πλευρών μετεβλήθη. Η περίπτωση της δημοσίευσης από έντυπο στην Δανία γελοιογραφιών του Προφήτη, βρήκε στις μεν μουσουλμανικές χώρες, οργισμένα πλήθη να πραγματοποιούν μεγάλης έντασης διαδηλώσεις, επιθέσεις κατά Δυτικών Πρεσβειών και άλλων στόχων· οι δε Δυτικές Κυβερνήσεις ψέλλιζαν δικαιολογίες προς τους μουλάδες κάθε ισλαμικού μορφώματος. Ακόμη, υψηλόβαθμοι παράγοντες ανέλαβαν, ανά  τον κόσμο, αποστολή έκφρασης λύπης για το περιστατικό. Ο απολογητικός τόνος έφτανε μέχρι τα όρια υποβολής ευθείας δηλώσεως μετάνοιας (π.χ., δηλώσεις του Δανού Πρωθυπουργού). Προφανώς και το επαπειλούμενο μποϋκοτάζ των προϊόντων της Δανίας δεν ήταν εκείνη η αιτία που υπαγόρευσε την απολογητική διάθεση.
Αυτή η διαφορά στις αντιδράσεις και των δύο πλευρών (μουσουλμάνων και Δυτικών), αναδεικνύει την δραματική αλλαγή των παραμέτρων στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε. Έχει ενδιαφέρον να αναγνωρίσουμε ποιες είναι αυτές, ιδιαιτέρως όσοι παρακολουθούμε καθ’ οιονδήποτε τρόπο  την πορεία του «διαλόγου των πολιτισμών», ο οποίος είναι μεν πολιτικά και ουσιαστικά ορθή πράξη, πρέπει όμως να λαμβάνει υπ’ όψιν και τα διαδραματιζόμενα in vivo.
Διαπιστώνεται, ότι οι λαϊκές μάζες στον μουσουλμανικό κόσμο, στο πέρασμα του χρόνου διαμόρφωσαν μια άκρως εχθρική διάθεση έναντι της Δύσης· στις μέρες μας, η παραμικρή αφορμή αποτελεί εύφορο έδαφος για επαπειλούμενη  Jihad και βίαιη δράση αναλαμβάνεται από απλούς πολίτες ταχύτατα και πρόθυμα. Επίσης, πρέπει να συγκρατείται ότι η επιβολή των δοξασιών, τις οποίες πρεσβεύουν, θεωρείται από πλευράς τους αυτονόητη και αυτή θα πραγματοποιηθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο και μέσο, δίχως να λαμβάνεται υπ’ όψιν  η πολιτισμική οντότητα άλλων λαών. Παραλλήλως, η Δυτική κοινωνία, δείχνει να εκτιμά ως λίαν ρεαλιστική την απειλή της τρομοκρατικής δραστηριότητας (ήδη, η Μαδρίτη και το Λονδίνο υπήρξαν τα θέατρα τέτοιων αιματηρών επιχειρήσεων) και αντιδρά κατευναστικά σε κάθε περίπτωση ενδεχομένης «προσβολής» της θρησκευτικής ευαισθησίας των οπαδών του Ισλάμ. Εξ αυτού και η σπουδή απολογητικών εκφράσεων και δικαιολογιών σε κάθε παρόμοια περίπτωση, αντί να εγείρονται απαιτήσεις και αιτήματα αποζημιώσεων και δικαίωσης των θυμάτων, έναντι των βιαιοτήτων ή των μουσουλμανικών απειλών.
Βέβαια, τούτο, δεν σημαίνει πως όλοι οι μουσουλμάνοι είναι εν δυνάμει τρομοκράτες ή πως έχουν γενετήσια ροπή στην βία. Προφανώς πολιτικές είναι οι αιτίες, οι οποίες, οδήγησαν την εξέλιξη των πραγμάτων σε αυτή την κλιμακούμενη εχθρότητα, η οποία εκφράζεται ακόμη και με ωμή βία. Κατ’ αρχάς, είναι πρόδηλη η στροφή των μουσουλμανικών μαζών στην θρησκευτικότητα, ως αποτέλεσμα αφ’ ενός αισθημάτων απογοήτευσης από τις κυβερνήσεις των χωρών τους στην διαχείριση εσωτερικών  ζητημάτων και αφ’ ετέρου λόγω της μη επιθυμητής ή άδικης κατά την εκτίμησή τους, κατάληξης διεθνών υποθέσεών τους. Το Παλαιστινιακό ζήτημα είναι η αιχμή και η μόνιμη κύρια αιτία ή πρόσχημα αναταραχής στον Αραβικό κόσμο και προσδίδει νομιμοποίηση βιαίων δράσεων από όλους τους πιστούς του Ισλάμ ανά τον κόσμο. Ο συνδυασμός αυτών επιφέρει την τροπή σε σκληρή δογματική τροχιά, η οποία στην προέκτασή της επιβάλλει τον «σωφρονισμό» των απίστων και αμαρτωλών, όπου και αν αυτοί βρίσκονται!
Η fatwa του Ayatollah Khomeini στην περίπτωση του Rushdi, δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως γραφικότητα ενός γενειοφόρου ιμάμη. Με την πράξη αυτή, ο Ιρανός θρησκευτικός ηγέτης έθετε εαυτόν επικεφαλής του παγκόσμιου Ισλάμ, σε όλη την Γη, ακόμη δηλαδή και έξω από τα γεωγραφικά όρια της dar Al-Islam (Γή του Ισλάμ). Τρείς μήνες μετά, ο Ιρανός ηγέτης πέθανε, αφήνοντας την εκτέλεση της πολιτικής του διαθήκης στους επιγόνους.
Έχει ενδιαφέρον να αναψηλαφήσουμε τα γεγονότα και να αναζητήσουμε απαντήσεις στα ερωτήματα που προκαλεί η όλη αυτή πραγματικότητα, η οποία, δεν είναι ούτε αιφνίδια ούτε σημερινή. Κλιμακώθηκε από σειρά γεγονότων και εκατέρωθεν σφαλμάτων, σκοπιμότητες και επιλογές.  Το τελευταίο τέταρτο του 20ου αι. (τέλη 10ετίας ΄60 και την 10ετία του ΄70), αρχίζει να σχηματοποιείται η συγκρότηση και η άνοδος των ισλαμικών κινημάτων. Οι Nasser, Kaddafi κ.ά. Άραβες ηγέτες, παρά τον αρχικά εθνικό-εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα των επαναστάσεών τους, στήριξαν την εδραίωση των καθεστώτων τους στο Ισλάμ. Σε πρώτο χρόνο κυριάρχησε η εθνικοαπελευθερωτική ρητορεία, στην συνέχεια όμως, η σύγκρουση Παλαιστινίων και Αράβων συμμάχων τους με τους Ισραηλινούς στον πόλεμο του Yom Kippur και η ήττα δημιούργησε εύφορο έδαφος προκειμένου η σύγκρουση στην Παλαιστίνη και εν γένει η Αραβο-Ισραηλινή, να λάβει θρησκευτικό χαρακτήρα, γεγονός που επισημοποίησε η διακήρυξη της Intifada. Η αλόγιστη χρήση βίας από πλευράς Ισραηλινών –το ερώτημα είναι γιατί το Ισραήλ συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενώ, μπορεί να επιλέξει και άλλες μεθόδους και τακτική-, ενίσχυσε τους ακραίους των δύο πλευρών με τα γνωστά αποτελέσματα.
Το αρχικό shock των φιλελεύθερων δυτικών αλλά και μουσουλμάνων διανοουμένων, από την εμφάνιση του ισλαμικού κινήματος -εν δυνάμει προάγγελου ενός μεσαιωνικού φανατισμού ο οποίος κινείτο στα όρια του θρησκευτικού φασισμού-, προκάλεσε ενστικτωδώς αρνητική στάση. Στην εξέλιξη, η ύπαρξη λαϊκής βάσης, οδήγησε πρώτη την αριστερά στην Ευρώπη, να τα εξωραΐσει, επενδύοντάς τα με κοινωνικές αξίες και να αναζητήσει πολιτικό διάλογο, ενώ αρκετοί προσηλυτίστηκαν (π.χ., στην Γαλλία  αριθμός διανοουμένων όπως ο Garoddy, ακολούθησε το Ισλάμ, προβάλλοντας την άποψη ότι αυτό είναι μια θρησκεία που στρέφεται στην «κοινότητα»). Παραλλήλως και οι συντηρητικοί κύκλοι άρχισαν να αποκτούν πιο χαλαρή στάση έναντι των μουσουλμανικών κινημάτων, θεωρώντας ότι με τις διδαχές αφοσίωσης στον έναν θεό και την ηθική τάξη δεν διακυβεύονται ουσιαστικά συμφέροντά τους· επιπροσθέτως, εφ’ όσον το Ισλάμ σέβεται τις μονοθεϊστικές θρησκείες και βρίσκεται σε απόλυτη σύγκρουση με τον υλισμό, την αθεΐα και τον αγνωστικισμό, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ιδεολογικά, έναντι της κομμουνιστικής ΕΣΣΔ και της αριστεράς στην Δύση. Η επιπόλαιη αυτή θεώρηση επέτρεψε την εκατέρωθεν ενίσχυση –και οικονομική- και ανάπτυξη του ισλαμικού κινήματος, το οποίο ήταν αναπόφευκτο να προσλάβει οικουμενικό χαρακτήρα. Αυτό ενισχύθηκε και από τον μεγάλο όγκο μουσουλμάνων μεταναστών στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Την 10ετία του ΄80, υπάρχει ύφεση της δράσης των ισλαμικών ομάδων στην Ευρώπη και γενικά στην Δύση, καθώς το επίκεντρο έχει από το 1979 μεταφερθεί στα όρη του Αφγανιστάν με τον αγώνα των Taliban εναντίον των Σοβιετικών στρατευμάτων. Η νίκη των σπουδαστών της θεολογίας, επιτρέπει την ανάδειξη σε ήρωα και ηγέτη του Ισλάμ ενός Σαουδίτη πολυεκατομμυριούχου (αυτό-)εξόριστου πολεμιστή της Πίστης. Είναι η ώρα του Osama bin Laden. Η επόμενη 10ετία του ΄90, είναι η περίοδος αναγέννησης του Ισλαμικού κινήματος και η απαρχή οργανωμένης δράσης των μουσουλμανικών πυρήνων, δεκτικών στις παροτρύνσεις για Ιερό Πόλεμο, εντός του Ευρωπαϊκού χώρου, ο οποίος μετατρέπεται σε dar al-hambr, την μιαρή γη στην οποία η Jihad είναι αναγκαία. Η δράση αυτή κορυφώνεται από το 2000 και συνεχίζεται.
Είναι σκόπιμο να επισημάνουμε το γεγονός ότι οι τρομοκράτες που είχαν θρησκευτικές αναφορές την 10ετία του ΄90 είναι τελείως διαφορετικού προφίλ από εκείνους του 2000. Οι πρώτοι είναι χαμηλής κοινωνικής προέλευσης και μορφωτικού επιπέδου (εργάτες, μικροβιοτέχνες κ.λπ.) και ως μετανάστες ανήκουν σε κοινωνικές ομάδες κινούμενες στο περιθώριο των κοινωνιών υποδοχής. Οι δράστες τρομοκρατικών ενεργειών από το 2000 και εντεύθεν, έχουν υψηλό κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο, γνωρίζουν άριστα την γλώσσα και τις συνήθειες των κοινωνιών στις χώρες που ζουν, ενώ δεν συνηθίζουν να διατηρούν χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στην μουσουλμανική κοινότητα. Αυτό συμβαίνει και εξ αιτίας του γεγονότος ότι ανήκουν στην πρώτη γενιά που γεννήθηκε, σπούδασε και κοινωνικοποιήθηκε στις χώρες υποδοχής.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης, το γεγονός ότι η πλέον σημαντική οργάνωση της σύγχρονης τρομοκρατίας, η Al-Qaeda (ανεξαρτήτως τι μπορεί κανείς να υποθέσει ως κίνητρο συγκρότησης και τελικού ελέγχου των δράσεών της), διατηρεί απολύτως συνωμοτικούς κανόνες,  οι οποίοι της αποστερούν την δυνατότητα επαφής με τις λαϊκές μάζες και παρ’ όλα αυτά έχει απήχηση και βρίσκει μιμητές σε όλον τον μουσουλμανικό κόσμο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναγνωρίσουμε την στρατηγική την οποία ακολούθησε ο Laden. Επέτυχε να δώσει στην διαδρομή του διάσταση, παρόμοια με εκείνη του Προφήτη. Εγκατέλειψε την διεφθαρμένη Σαουδική Αραβία (όπου ευρίσκεται η Ιερή πόλη της Μέκκα) και στην οποία προέβαλε ως υπερασπιστής της εμπορικής (αστικής) τάξης έναντι της καταπιεστικής και «αμερικανοκίνητης» μοναρχίας και όπως ο Μωάμεθ, πραγματοποίησε την δική του Εγίρα στα Αφγανικά όρη, μετά από μια περιήγηση στην Βαλκανική όπου δεν επέτυχε και πάραπολλά καθώς η Αλβανία και η Βοσνία δεν ενέδωσαν τελικά στην ισλαμοποίηση. Από εκεί, με την καθοδήγηση του «Allah» διεξήγαγε τον σύγχρονο Ιερό πόλεμο έναντι των απίστων. Όπως ο στρατός του Προφήτη συνέτριψε την δυναστεία των Σασσανιδών,   έτσι και ο νέος στρατός των Πιστών (αποτελούμενος από τις δυνάμεις των φοιτητών θεολογίας Taliban), συνέτριψε τις Σοβιετικές δυνάμεις, ενώ, κατέφερε καίριο πλήγμα στην καρδιά των διαδόχου του Βυζαντίου, ΗΠΑ, αφού κατερίφθη το «αήττητο» της αυτοκρατορίας με το 3πλό πλήγμα στα ζωτικά κέντρα της οικονομικής-εμπορικής ισχύος, της στρατιωτικής υπεροχής και της πολιτικής εξουσίας. Πρέπει να αξιολογηθείς και το ότι δεν ανέλαβε ευθέως ποτέ την ευθύνη των όποιων τρομοκρατικών ενεργειών, αποδίδοντάς τες στο θέλημα και την καθοδήγηση του Θεού.
Η μετέπειτα ροή των γεγονότων είναι γνωστή. Προσελκύει την προσοχή η διάρκεια της δράσης και της επιρροής που ακόμη και μετά τον θάνατο του ιδρυτή της ασκεί η οργάνωση αυτή καθώς έχει προκαλέσει την συγκρότηση και άλλων ομάδων συναφών σκοπών και θεωρήσεων, γεγονός που υποχρέωσε τις παραδοσιακές οργανώσεις Hezbollah και Mudzahedin, όταν δεν έχουν … επείγουσες ενασχολήσεις στον Λίβανο ή τις γειτονικές περιοχές του Ιράν, αντιστοίχως, να διασπείρουν την δραστηριότητά τους σε εδάφη εκτός Μ. Ανατολής.
Εύλογα είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν εξ αιτίας του γεγονότος ότι ένα «βιντεάκι» που παρήχθη από έναν πολίτη των ΗΠΑ προεκάλεσε την τόση σφοδρότητα επιθέσεων, όχι μόνον έναντι Αμερικανικών στόχων, αλλά και αναλόγων Ευρωπαϊκών και μάλιστα χωρών για τις οποίες δεν υφίστανται ουσιαστικοί λόγοι. Η Γερμανία, επί παραδείγματι, ούτε αποικίες είχε ποτέ, ειδικά στην Μ. Ανατολή, ούτε τον βασικό ρόλο παίζει στην διαχείριση Αραβικών υποθέσεων, ούτε στρατιωτικές πρωτοβουλίες ανέλαβε. Αντιθέτως στην περίπτωση της επεμβάσεως στο Ιράκ, είχε επιλέξει την οδό της ευθείας αντιθέσεως με την επέμβαση, ενώ, η Γερμανική πολιτική και Διπλωματία τήρησε σθεναρά, απολύτως αρνητική στάση έναντι της πολιτικής του Προέδρου Bush. Το μόνο, ίσως, που μπορεί να της καταλογισθεί είναι η συμμαχία και σύμπλευση με τον «Μικρό Σατανά» την Γαλλία. Επομένως, η επίθεση στην Γερμανική Πρεσβεία στο Khartum, δεν θα είχε νόημα, αν δεν την εξετάσουμε υπό την οπτική του περισπασμού. Σκοπός δηλαδή των δρώντων κατά των Ευρωπαϊκών στόχων –πλην ίσως των Βρετανικών-, είναι η συντήρηση των Ευρωπαϊκών φόβων και η υποχρέωση της ΕΕ σε αμυντική πολιτική, εξουδετερώνοντας ή ελαχιστοποιώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την δυνατότητα συνέργειας με τις ΗΠΑ (τον «Μεγάλο Σατανά») για ανάληψη οποιασδήποτε συντεταγμένης δράσης, εχθρικής, κατά την ερμηνεία των ισλαμικών κύκλων.
Η αναζήτηση λύσεως αποτροπής απαιτεί ψύχραιμη και ορθολογική προσέγγιση.  Φοβούμαι πως η απεμπλοκή από τον φαύλο κύκλο βίας και αιματηρών απωλειών, εκατέρωθεν, δεν είναι ούτε εύκολη ούτε και σύντομη, ειδικά καθόσον συντηρείται η χαίνουσα πληγή του Παλαιστινιακού ζητήματος. Το φαινόμενο βρίσκεται εν εξελίξει και ο σχεδιασμός των φανατικών και από τις δύο πλευρές ή/και άλλων συμφερόντων, δεν ορρωδεί εμπρός στο αίμα αθώων και στηρίζεται στην καλλιέργεια και την συντήρηση του φόβου…

Δεν υπάρχουν σχόλια: