Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Περιφερειακές εξελίξεις στην περιοχή της Ν.Α Μεσογείου Αίγυπτος-Συρία-ΔΗμοσιεύθηκε στο περιοδικό "Μεταρρύθμιση" 31/08/2013













Τις τελευταίες δύο 10ετίες, η παγκόσμια κοινότητα γίνεται μάρτυρας σαρωτικών αλλαγών. Μεταβολές συνόρων και αλλαγές καθεστώτων που θεωρούσαμε παγιωμένα, είναι από τα χαρακτηριστικά της νέας εποχής. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του υπαρκτού σοσιαλισμού στην πρώην Ανατολική Ευρώπη, δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για την είσοδο χωρών με αυταρχικά καθεστώτα σε τροχιά εκδημοκρατισμού, αν όχι με την υποκίνηση, τουλάχιστον με τις ευλογίες των δυνάμεων του Δυτικού κόσμου, μιας και η κρατούσα άποψη στην Δύση υποστηρίζει ότι μία χώρα με δημοκρατικό πολίτευμα, έχει πιο θετική στάση και διαχειρίζεται τις εξωτερικές υποθέσεις της σε βάση συνεργασίας και συνεννόησης και επομένως, συμπεριφέρεται με μεγαλύτερη αξιοπιστία και σταθερότητα ως παράγων του διεθνούς συστήματος.
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις, ειδικά εκεί όπου οι αλλαγές υπήρξαν αποτέλεσμα βίαιης δράσης, η πράξη των διαδόχων κυβερνήσεων, δεν διέφερε από εκείνη των προηγουμένων. Η διακυβέρνηση που ακολούθησε μετά την πτώση του καθεστώτος π.χ., στην Αλβανία, στην Βοσνία, Ουκρανία Γεωργία κ.λπ., δεν είχε σε καμία περίπτωση κοινές δομές και θεσμικές λειτουργίες με τις φιλελεύθερες δυτικές δημοκρατίες. Η έλλειψη Συνταγματικής Δημοκρατικής παιδείας και εμπειρίας Κοινοβουλευτισμού, οδηγεί αναποφεύκτως στην δημιουργία πολιτικών μορφωμάτων, παρομοίων με την προηγούμενη κατάσταση, επιβεβαρυμένων, όμως και με το στοιχείο του ρεβανσισμού. Τελικά, αποτελεί αντικειμενική διαπίστωση το γεγονός ότι η βίαιη μεταβολή σε χώρες με παραδόσεις αυταρχικής ή ολοκληρωτικής διακυβέρνησης παράγει συνήθως καθεστώτα δυσλειτουργικά και ανελεύθερα.
Αν η παραπάνω διαπίστωση ισχύει για περιοχές του Ευρωπαϊκού χώρου, στον Αραβικό κόσμο, με δεδομένη την φυλετική-πατριαρχική κοινωνική δομή, τις ισχυρές παραδόσεις και κυρίως την επιρροή του πολιτικού Ισλάμ –το οποίο είναι και το δομικό στοιχείο του Αραβικού Έθνους-, προφανώς τα προβλήματα μετάβασης ήταν κατά πολύ μεγεθυμένα.
Η Αραβική Άνοιξη -παρά την «ποιητική» πρόθεση των εισηγητών του όρου -Άνοιξη στην Μ. Ανατολή σημαίνει εποχή με ισχυρούς ανέμους, σφοδρές αμμοθύελλες, έναρξη των υψηλών θερμοκρασιών κ.λπ.-, επήλθε ως φυσική συνέπεια πολυετούς καταπίεσης των πληθυσμών και με την επικουρία ευνοϊκών συνθηκών στο παγκόσμιο περιβάλλον, κατέστη δυνατή η ανατροπή των αυταρχικών καθεστώτων στις χώρες του Maghreb (Τυνησία, Λιβύη, Αίγυπτο) και πυροδότησε σειρά εξεγέρσεων σε άλλες Αραβικές της Μ. Ανατολής (Συρία, Μπαχρέϊν κ.ά.), όπου όμως τα καθεστώτα εκεί επιδεικνύουν αντοχές.
Η σκοτεινή, αυτή, πλευρά της Αραβικής Άνοιξης συνοδεύεται από την ταυτόχρονη ισχυροποίηση φανατικών ισλαμικών ομάδων και τη ανάπτυξη αντι-δυτικών αισθημάτων στους κόλπους των Αραβικών κρατών, παρά το γεγονός ότι το εν λόγω, κίνημα αλλαγών υποστηρίχθηκε από το σύνολο του Δυτικού κόσμου. Αυτό είναι ένα ακόμη, σημείο στο οποίο πρέπει να απασχολήσει την Δυτική –και δη την Αμερικανική-, πολιτική, προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες προσαρμογές στον σχεδιασμό της.
Η κατανόηση της φύσης των εξελίξεων στην Αίγυπτο, απαιτεί αφ’ ενός, την συνεκτίμηση των δεδομένων από ολόκληρο τον Αραβικό κόσμο –μιας και όπως προανεφέρθη, η επήρεια του Ισλάμ, ως δομικού στοιχείου του Αραβικού Έθνους, είναι καθοριστική και δημιουργεί κοινά και αλληλέγγυα αιτήματα- και αφ’ ετέρου πρέπει, πάντοτε, να λαμβάνεται υπ’ όψιν η διαδρομή της πολιτειακής συγκρότησης των χωρών αυτών. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι τελούσαν υπό αποικιοκρατικό καθεστώς μέχρι και την 10ετία του ’60, ενώ, οι περισσότερες, από αυτές στην Μέση Ανατολή, είναι τεχνητά κατασκευασμένες, τα σύνορά τους χαράχθηκαν «επί χάρτου» από τις Δυνάμεις κατά τον Α’ και Β’ ΠΠ και βρέθηκαν να περιλαμβάνουν εντός τους ένα ψηφιδωτό εθνοτήτων, θρησκευτικών μειονοτικών ομάδων κ.λπ., το οποίο μετά την λήξη της αποικιοκρατίας, ανέλαβαν να διαχειρισθούν με «σιδηρά πυγμή» αυταρχικά καθεστώτα.
Στα αρχικά στάδια της μετάβασης από την αποικιοκρατία στην ανεξαρτησία, προέκυψαν ηγεσίες φιλικά προσκείμενες στις απικιακές δυνάμεις (π.χ. βασιλιάς Faruk στην Αίγυπτο, Idris στην Λιβύη κ.λπ.) στις περισσότερες περιπτώσεις (ειδικά στις χώρες με υψηλή γεωπολιτική και γεωστρατηγική σημασία, όπως το Ιράκ, η Λιβύη, η Αίγυπτος, η Συρία), η φιλο-αποικιοκρατική εξουσία, απομακρύνθηκε με επαναστάσεις, των οποίων ο βασικός πυρήνας ήταν στρατιωτικοί. Αυτό, οδήγησε στην εγκαθίδρυση καθεστώτων απολυταρχικού χαρακτήρα (π.χ., Kadafi, Sadam Husein). Η προηγούμενη, δυτικής παιδείας, αστική τάξη εξέλειπε και η νέα διαπαιδαγωγήθηκε σε ένα πολιτικό περιβάλλον νεποτισμού και δεσποτικό. Ανάλογη υπήρξε και η διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, γεγονός είναι ότι ο στρατός διατηρούσε τον ρόλο του εγγυητή των επαναστατικών κεκτημένων, ακόμη και όταν δεν υπήρχε στο προσκήνιο ως άμεσος φορέας εξουσίας,  και απολάμβανε της αποδοχής του λαού.
Υπό το πρίσμα της ανωτέρω θεωρήσεως, οι πρόσφατες αιματηρές ταραχές στην Αίγυπτο, πρέπει να αξιολογηθούν ως τμήμα των συνολικών μεταβολών στην ΝΑ Μεσόγειο. Η έναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, είναι κομβικό σημείο. Άλλωστε, το Παλαιστινιακό ζήτημα είναι καθοριστικό και από την έκβασή του ή μάλλον από το κατά περιόδους status στην Παλαιστίνη, εξαρτάται ευθέως ανάλογα η ένταση στις σχέσεις με την Δύση και την διαμόρφωση του κλίματος σε ολόκληρο τον Αραβικό κόσμο. Η Αίγυπτος είναι στρατηγικός «παίκτης» στην ευρύτερη περιοχή και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των διαπραγματεύσεων.
Μια προϋπόθεση για την επάνοδο των Ισραηλινών στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ήταν οι εγγυήσεις και η διαπίστωση ουσιαστικών ενεργειών για την ασφάλεια του Ισραήλ από επιθέσεις τρομοκρατικών ή γενικότερα ενόπλων ομάδων, οι οποίες δεν πειθαρχούν στην Παλαιστινιακή Αρχή.
Από καιρό ο Αιγυπτιακός Στρατός και οι δυνάμεις ασφαλείας, επιχειρούν κατά τέτοιων ομάδων που βρίσκουν καταφύγιο στην περιοχή του Σινά και ειδικότερα στην Rafaah, την παραμεθόριο δηλαδή περιοχή με την λωρίδα της Γάζας, (περιοχή υπό τον έλεγχο της Hamas, ενώ, προσφάτως έγιναν και ανατινάξεις σε τεχνητές υπόγειες στοές (tunnels), που χρησιμοποιούντο ως δίαυλοι επικοινωνίας με την Παλαιστινιακή περιοχή, μετά την απόφαση του Καΐρου για κλείσιμο των συνόρων με την Γάζα.
Από την άλλη πλευρά, η Hamas, είχε καλλιεργήσει κλίμα συνεννόησης και συνεργασίας με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και την Κυβέρνηση Morsi, καθώς η νέα της στρατηγική συνιστά την κλιμακουμένη απομάκρυνσή της από την άμεση επιρροή της Τεχεράνης. Επομένως, ήταν αναμενόμενη η αντίδραση της στρατιωτικής ηγεσίας, καθώς δεν θα ήταν διατεθειμένη να θέσει επ’ αμφιβόλω την εξέλιξη ενός τόσο κρισίμου ζητήματος προκειμένου να ικανοποιηθούν οι θρησκευτικές εμμονές των ισλαμιστών, τα αντι-Ισραηλινά και αντι-δυτικά αισθήματα των φανατικών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και των λοιπών Σαλαφιστών στην Αίγυπτο. Οι προστριβές για την επιχειρησιακή δραστηριότητα στο Σινά και της όλης πολιτικής έναντι της υπόθεσης των διαπραγματεύσεων και των σχέσεων με το Ισραήλ (η Κυβέρνηση Morsi είχε υποβαθμίσει πλήρως το επίπεδο των αντιπροσωπειών στις συνομιλίες και ουσιαστικά τις είχε τερματίσει), επέφεραν την αντίδραση των Στρατηγών του Καΐρου, οι οποίοι προφανώς, συνεκτίμησαν δεδομένα, σοβαρά λαβόντες υπ’ όψιν και τις Ισραηλινές αντοχές στην διαμορφούμενη κατάσταση στο Σινά και την Λωρίδα της Γάζης.
Επιπροσθέτως, πρέπει εδώ να υπομνησθεί, ότι ο Mubarak απομακρύνθηκε με πρωτοβουλία του Στρατού, ο οποίος αρνήθηκε να βάλει κατά των διαδηλωτών στην πλατεία Tahrir κατά την εξέγερση εναντίον του προηγούμενου καθεστώτος και ρητά η στρατιωτική ηγεσία διετύπωσε την διατήρηση των δικαιωμάτων της, ως εγγυητής αυτής της μετάβασης. Ακόμη, είναι γεγονός ότι η πρακτική των Ισλαμικών  ομάδων, όταν λαμβάνουν κινηματικό χαρακτήρα, συνεπάγεται την εγωπαθή φανατική τους προσπάθεια επιβολής των κοινωνικών και πολιτικών τους θέσεων, είτε μέσα από την χρήση των κρατικών μηχανισμών, όταν ασκούν εξουσία είτε με την τρομοκρατική δράση. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι στην Αίγυπτο ήθελαν να συμπεριλαμβάνονται στην νέα εποχή που σηματοδότησε η πτώση Mubarak, αλλά, όταν αισθάνθηκαν ισχυροί στην εξουσία –της οποίας την ανάληψη εκβίασαν-, συμπεριφέρθηκαν με τον αναμενόμενο, τυπικό τρόπο για ένα ισλαμικό φορέα αυτού του τύπου.
Προφανώς επίσης, ο στρατός διέκρινε τους κινδύνους που εγκυμονεί η συνεχιζόμενη κρίση στην Συρία και η οποία δείχνει να επεκτείνεται και στον γειτονικό Λίβανο, που η εμφάνιση της βίας μεταξύ Σιϊτών και Σουνιτών προκαλεί ανησυχία σε ολόκληρη την περιοχή, ενώ η βίαιη αντιπαράθεση μεταξύ των οπαδών των δύο αυτών μουσουλμανικών δογμάτων συνεχίζεται στο γειτονικό Ιράκ, υποδαυλιζόμενη πιθανότατα και από την Τεχεράνη στην οποία, η ανάληψη της Πρωθυπουργίας από τον μετριοπαθή …. ελπίζεται ότι θα βελτιώσει την κατάσταση.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να γίνει αναφορά και στον ρόλο της Τουρκίας του κ. Erdogan. Παρά τα εσωτερικά προβλήματα που σκιάζουν το ειδύλλιο του Τούρκου ηγέτη με τους πολίτες (οι διαδηλωτές στην πλατεία Taksim δεν πρέπει να θεωρούνται εξ ολοκλήρου «πράκτορες» των στρατηγών της Αγκύρας), η Τουρκία παραμένει στρατηγικός παράγοντας στην όλη περιοχή. Από ότι φαίνεται, ο Τούρκος Πρωθυπουργός, απαντά στα προβλήματα και τις δυσκολίες στην ανάπτυξη του νέο-οθωμανικού του οράματος, με στροφή στην θρησκεία. Διευκολύνεται και από το επεισόδιο Mavi Marmara και παρά την έκφραση συγνώμης των Ισραηλινών, συνεχίζει να παριστά τον «θιγμένο» και να εξαργυρώνει το θέμα στις Τουρκο-Αραβικές επαφές του. Στο όλο σκηνικό πρέπει να συνυπολογίζεται και ο χαρακτήρας του Τούρκου ηγέτη, ο οποίος δεν αφίσταται των θυμικών αντιδράσεων, ειδικά όταν θεωρεί ότι προκαλείται.
Σε μια περίοδο μεταβολών και κρίσης, η Μέση Ανατολή παριστά μια γεωπολιτική ενότητα, στην οποία οι κινήσεις ενός εκάστου των «παικτών» και τα διαδραματιζόμενα σε κάθε χώρα, ασκούν επιρροή στο σύνολο των περιφερειακών εξελίξεων στην λεκάνη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Τέλος, οι γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές επιδιώξεις των ισχυρών παραγόντων του διεθνούς συστήματος (Η.Π.Α., Ρωσία, Ε.Ε. κ.λπ.), διαπλέκονται, συγκρούονται και μεταβάλλονται διαρκώς, ακόμη και σε χρόνους 24ώρου.
Αυτό αναδεικνύει και η περίπτωση της Συρίας, στην οποία ένας αιματηρός εμφύλιος σοβεί για διάστημα που προσεγγίζει τα 2 έτη και η ανάληψη ειρηνευτικών πρωτοβουλιών από την Διεθνή Κοινότητα εμφανίζεται δυσχερής. Φυσικά, στην συγκεκριμένη περίπτωση, από κακές πρωτοβουλίες ή πρωτοβουλίες αμφιβόλου αποτελέσματος, είναι προτιμότερη η έλλειψή τους. Απ’ ότι μπορούμε να διακρίνουμε όμως μετά και την αποστολή ερευνητών των Η.Ε. για την χρήση ή μη, χημικών όπλων από πλευράς καθεστώτος Assad παρουσιάζεται μια κινητικότητα στην κατεύθυνση αυτή. Παρά τις ενστάσεις του Ρωσικού και Σινικού παράγοντα,  οι Η.Π.Α. δια των δηλώσεων του Αμερικανού Προέδρου εμφανίζονται να επιθυμούν μια τέτοια επιλογή. Εντύπωση, βέβαια, προκαλεί η αδράνεια της Ε.Ε. και η εγκατάλειψη των πρωτοβουλιών στις ΗΠΑ και για μια ακόμη φορά, αν και από τις περιφερειακές εξελίξεις στην περιοχή, αναδύονται άμεσα ζητήματα που αφορούν στην Ευρωπαϊκή ασφάλεια και άμυνα. Προβάλλει επομένως, για μια ακόμη φορά, η ανάγκη δημιουργίας συνεκτικής Ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και μεθόδευση καλύτερου συντονισμού ασφαλείας. Αυτά οφείλουν οι ηγεσίες της ΕΕ να τα λάβουν πολύ σοβαρά υπ’ όψιν πριν αποφασίσουν την παροχή υποστηρίξεως σε ένοπλες επεμβάσεις στην περιοχή. Αν και έχω την αίσθηση, ότι καόμη και αυτός, ο Αμερικανός Πρόεδρος δεν είναι απολύτως πεπεισμένος για την χρησιμότητα ή και την αναγκαιότητα μιας πολεμικής ενέργειας –τουλάχιστον όχι, όπως αυτές στο Αφγανιστάν και Ιράκ.

Στην σύνθεση όλων αυτών των δεδομένων, δεν πρέπει να παραλείπεται η συνεκτίμηση των Ρωσικών βλέψεων. Η Μόσχα διατηρεί από μακρόν, στενές σχέσεις με το καθεστώς της Δαμασκού. Δεν θα αποτελούσε υπερβολή, ο ισχυρισμός ότι η Συρία αποτελούσε τον στενότερο σύμμαχο της ΕΣΣΔ, στην οποία είχε παραχωρηθεί και ναυτική βάση, σχέση η οποία μεταβιβάστηκε στην Ρωσία, μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος. Ακόμη, το τοπίο έρχεται να περιπλέξει και η Ιρανική εμπλοκή, διότι μπορεί η Τεχεράνη προς στιγμήν να τηρεί μετριοπαθή στάση και να διατηρεί χαμηλούς τόνους, μιας και ακόμη δεν έχουμε γίνει μάρτυρες εκτοξεύσεως φραστικών πυροτεχνημάτων από την Τεχεράνη, όπως συνήθιζε σε παρόμοιες περιπτώσεις, όμως, δεν πρέπει να παροράται το γεγονός ότι η Αλλαουϊτική κάστα εξουσίας της Συρίας, είναι Σιϊτικής προελεύσεως και επομένως, οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών είναι ανοικτοί και η θέση της Συρίας, εξυπηρετεί απολύτως τους σχεδιασμούς της Ιρανικής ηγεσίας, για την υλοποίηση των στοχεύσεών για την ενίσχυση της περιφερειακής παρουσίας του Ιράν στην Μέση Ανατολή και στην υπογείως –κατά κύριο λόγο-, σοβούσα αντιπαράθεση της Σιϊτικής Τεχεράνης με τα Σουνιτικά καθεστώτα του Κόλπου αλλά και τον ανταγωνισμό της με το νέο-Οθωμανικό όραμα της Αγκύρας.
Εξ όλου συνειρμού και δεδομένων, η χώρα μας, ειδικότερα στην σημερινή δύσκολη συγκυρία της, οφείλει να αποφύγει άμεση εμπλοκή, τουλάχιστον, όσο της επιτρέπουν τα περιθώρια των δεσμεύσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από την συμμετοχή της στους διεθνείς οργανισμούς. Οπωσδήποτε, οφείλει η Ελληνική ηγεσία να προβεί σε επιλογές που θα είναι συμβατές με το διεθνές δίκαιο και θα στηρίζουν πράξεις, που θα έχουν την αδιαμφισβήτητη διεθνή νομιμοποίηση, θα είναι συμβατές με τις αρχές και αξίες του πολιτισμού και που φυσικά θα διασφαλίζουν στο ελάχιστο τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Ιδιαιτέρως, πρέπει να υπάρχουν εκ των προτέρων προετοιμασία  και απαντήσεις για την κατάσταση πολιτικής ασυναρτησίας που ακολουθεί τέτοιες παρεμβάσεις και μεταβολές,
Σε κάθε περίπτωση, άτακτες φωνασκίες ένθεν κακείθεν, υπέρ της μιας ή της άλλης επιλογής δεν βοηθούν. Οι αποφάσεις για κρίσιμα και σύνθετα ζητήματα, πρέπει να λαμβάνονται με ακριβείς υπολογισμούς του όλου φάσματος δεδομένων, των στρατηγικών μας επιδιώξεων και επί βάσεως πραγματικών δυνατοτήτων της χώρας, με ψύχραιμη και νηφάλια κρίση.