Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

ΜΚΟ και Ελληνική πραγματικότητα -σκέψεις για την βελτίωση του συστήματος

Για μία ακόμη φορά, καταφέραμε να ευτελίσουμε δραστηριότητες που σε άλλες χώρες αποτελούν παραδείγματα και πρωτοποριακές πρακτικές. Φυσικά, ο λόγος περί των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, οι οποίες στην Ελληνική εκδοχή τους, κατήντησαν συνώνυμες της λαμογιάς,  της αρπαχτής και της σκοτεινής διαπλοκής· δεδομένης και της γενικότερης τάσης της κοινωνίας να «τσουβαλιάζει», παρατηρώ με θλίψη να ισοπεδώνεται ένας σημαντικός και πολλαπλά χρήσιμος και λειτουργικός θεσμός της Κοινωνίας των Πολιτών.
Χρήσιμος γιατί συσπειρώνει και δραστηριοποιεί μονάδες της κοινωνίας με διάθεση προσφοράς, αλλά, που προτιμούν να τηρούν για δικούς τους λόγους αποστάσεις από άλλες μορφής συλλογικότητες, ή έχουν διάθεση προσφοράς σε τομείς ειδικότερων ενδιαφερόντων, π.χ. περιβάλλον κ.λπ.  Επίσης, γιατί παρέχει  μεγαλύτερη ευχέρεια στην καλλιέργεια θετικού κλίματος μεταξύ λαών, σε περιπτώσεις που οι επίσημες ηγεσίες των Κρατών δεν διαθέτουν –για οιονδήποτε λόγο-, την αντίστοιχη δυνατότητα. Ειδικότερα, αυτό το τελευταίο, επιχειρείται να ενοχοποιηθεί και πραγματικά δεν κατανοώ τους λόγους. Εν πάση περιπτώσει, αυτό είναι το παράδειγμα οργανώσεων που υφίστανται σε άλλες χώρες και πράγματι, στην πράξη, αποδίδει σε κάθε κατεύθυνση –ανθρωπιστική και άλλη-, τα μέγιστα. Εξ αυτού, και η προβλεπόμενη, θεσμοθετημένη υποχρέωση των ανεπτυγμένων χωρών να καταβάλλουν ποσοστό του ΑΕΠ τους για την  υποστήριξη τέτοιων δραστηριοτήτων.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα, για μια ακόμη φορά κάποιοι έστησαν «πάρτι» και κάθε καρυδιάς καρύδι, μάζευε την μαμά του, τον αδελφό του και την γυναίκα του, έστηνε μια ΜΚΟ και έβρισκε υπό τύπον συνεταίρου -εκόντος ή άκοντος- κακόβουλους ή στην καλύτερη εκδοχή αφελέστατους πολιτικούς και διασπάθιζαν το δημόσιο χρήμα. Εργαζόμενος επί μακρόν και σε πολλές χώρες (Ιράκ, Αλβανία, πρ. Γιουγκοσλαβία κ.ά.) ως μέλος αποστολών on the field, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω τις διαφορές στην Ελληνική και Διεθνή εκδοχή των ΜΚΟ. Εννοείται ούτε λόγος σύγκρισης. . . Καμία πολιτική ηγεσία δεν πέτυχε και αυτό αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, να θέσει ένα σοβαρό και ορθολογικό θεσμικό πλαίσιο για την λειτουργία των ΜΚΟ στην Ελλάδα. Ποια όμως, είναι τα πραγματικά ζητήματα που προκύπτουν και σε τι  συνίσταται το προβληματικό σημείο στο πλαίσιο;
Προ κάθε άλλης προτάσεως επί των όρων και συνθηκών χρηματοδότησης, αν κάποιος θέλει να θέσει σοβαρά το ζήτημα, το πρώτο που πρέπει να απασχολήσει, είναι η νομιμοποιητική βάση του εκάστοτε οργανισμού και όχι η ταμειακή του δυνατότητα σε πρώτο λόγο. Δηλαδή, ποια είναι η δυνατότητά του να συσπειρώνει στις δράσεις του πολίτες και να τους εμπνέει, να τους κινητοποιεί ώστε να μετέχουν στις δραστηριότητες τις οποίες αναπτύσσει. Αυτό, διότι μπορεί να συγκροτήσει κάποιος μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, να διαθέτει με όποιον τρόπο την δυνατότητα να εμφανίζει τυπικά ένα ποσό σε λογαριασμό τραπέζης, ενώ, ουσιαστικά να μην έχει καμία εμβέλεια ή απήχηση στην κοινωνία.
Το επόμενο σημείο αφορά στην αυτή καθ’ αυτή την αιτία συγκρότησης και αντικειμένου του κάθε οργανισμού, καθώς και το περιβάλλον αναφοράς του. Αυτό πρέπει να είναι συμβατό και με τις διεθνείς στοχεύσεις, καθώς και με εθνικές προσδοκίες. Επομένως,  το επόμενο σημείο αφορά την συνολικότερη δυνατότητα της χώρας να σχεδιάζει στρατηγικά και να αξιοποιεί τις δυνάμεις και ανθρώπινους πόρους στην κατεύθυνση των επιλογών και στοχεύσεων, ακόμη και αν οι επιλογές αυτές δεν συνδέονται με άμεσα εθνικά ενδιαφέροντα, αλλά, συνεπικουρούν τον Ευρωπαϊκό ή Διεθνή σχεδιασμό,  υποχρέωση και σκοπιμότητα που απορρέουν από την πραγματικότητα που φέρει την χώρα μας ως ενεργό και ουσιαστικού ρόλου μέλος της ΕΕ και της Διεθνούς κοινότητας.
Τέλος, το ουσιαστικότερο πρόβλημα αφορά στον ασκούμενο έλεγχο διάθεσης των χρημάτων και τον πραγματικό έλεγχο δαπανών.  Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει σοβαρός και πλήρως τεκμηριωμένος έλεγχος, αν δεν υπάρχει επιτόπιο κλιμάκιο των κρατικών υπηρεσιών στις χώρες αποδέκτες προγραμμάτων. Ούτε οι Διπλωματικές και Προξενικές Αρχές μπορούν να εξυπηρετήσουν ακριβώς, τον ρόλο αυτό, ούτε κάποιος γραφειοκράτης στην Βασιλίσσης Σοφίας ή σε όποια υπηρεσία των Αθηνών. Δεδομένου ότι  οι χώρες αποδέκτες είναι εστίες κρίσεως -ενόπλων αντιπαραθέσεων, ολοκληρωτικών φυσικών καταστροφών κ.λπ.-, είναι ευνόητη η δυσχέρεια διακριβώσεως της αυθεντικότητος ή και αυτής της αληθείας των παραστατικών των δαπανών. Αν κάποιος θέλει να λειτουργήσει εκτός ορίων νομιμότητας είναι εύκολο να το πράξει. Πρέπει λοιπόν, αφ’ ενός να υπάρχει αποστολή υπηρεσιακών, εξειδικευμένων ελεγκτών επιτοπίως κατά τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (σε κάθε χώρα υπάρχει κλιμάκιο της ECHO-European Aid office ή των Ηνωμένων Εθνών τα οποία συγκροτούν αποστολές ελέγχου και σχεδιασμού), αφ’ ετέρου είναι καιρός να σπάσει το taboo περί επαγγελματικών στελεχών στις οργανώσεις αυτές, γιατί μόνο κάποιος εξειδικευμένος στο αντικείμενο μπορεί να φέρει αποτέλεσμα και παραλλήλως να διαθέτει γνώση δεοντολογίας ώστε να αναλαμβάνει και ευθύνη απέναντι στην οργάνωσή του και τους δωρητές της, εν κατακλείδι, στους πολίτες της χώρας που τον εντέλουν να υλοποιήσει το εκάστοτε πρόγραμμα είτε αυτό είναι επείγουσας ανθρωπιστικής είτε αναπτυξιακής βοήθειας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οριοθετείται και η αμετροέπεια ή ασυδοσία των αμέσων εντολέων του, δηλαδή της διοίκησης του κάθε Μ.Κ. οργανισμού.
Αυτό δεν  είναι καινοφανές, είναι πρακτική που εφαρμόζεται από όλες τις διεθνείς και σοβαρές ΜΚΟ ή με διεθνή αναφορά (Γιατροί του Κόσμου, Γιατροί χωρίς Σύνορα, OXFAM, Action Against Hunger κ.λπ.) Η ανθρωπιστική προσφορά και αξίες, προφανώς και δεν πρέπει να εκκινούν και να υπηρετούνται από κερδοσκοπικά κίνητρα, πλην όμως, όταν διατίθενται εκατομμύρια ευρώ  για τους σκοπούς αυτούς –και πολύ καλώς γίνεται αυτό- δεν πρέπει να αφήνονται στην διαχείριση είτε «καλών» ανθρώπων είτε προσώπων με άγνοια του αντικειμένου.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ισοπεδώνεται η προσφορά και το έργο οργανώσεων και ανθρώπων που με ανιδιοτέλεια προσέφεραν και προσφέρουν εντός και εκτός συνόρων της χώρας, ούτε όμως και να αφήνονται ασύδοτοι κάποιοι να λεηλατούν το δημόσιο χρήμα. Προφανώς και υπάρχει πρόβλημα με το πλαίσιο, αλλά αυτό, δεν πρέπει να οδηγήσει σε πρακτικές «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι», αλλά, να γίνει αφορμή σοβαρού και ουσιαστικού διαλόγου στον οποίο θα κληθούν να μετάσχουν όλοι οι εμπλεκόμενοι δημόσιοι και μη φορείς, αλλά και πρόσωπα που έχουν την εμπειρία της λειτουργίας αυτών των οργανώσεων στο πεδίο εφαρμογής.

Λυκούργος Χατζάκος

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Σταυρός προτίμησης στις Ευρωεκλογές-Αποκλεισμός μεταναστών από την συμμετοχή τους στις εκλογές για την αυτοδιοίκηση

Δύο σημαντικές, θεσμικές μεταβολές πυροδότησαν συζητήσεις στον δημόσιο διάλογο. Η πρώτη από την πλευρά της Κυβέρνησης, σχετικά με τον τρόπο εκλογής των Ευρωβουλευτών· η δεύτερη από την πλευρά της Δικαιοσύνης και αφορά στην απόφαση του ΣτΕ, δια της οποίας αποκλείεται η συμμετοχή των μεταναστών στις εκλογές για την αυτοδιοίκηση.
Φαίνεται πως η δυσανεξία στην εξέλιξη και την προσαρμογή στον σύγχρονο κόσμο, είναι συγγενής διαμαρτία της συγκρότησης της Ελληνικής  Πολιτείας. Δεν εξηγούνται αλλιώς οι αντιδράσεις συναφώς με την αλλαγή του τρόπου εκλογής των Ευρωβουλευτών, εκτός και αν επικαλεσθεί κανείς νοητικές βλάβες ή ιδιοτελείς – κακές- σκοπιμότητες. Μηρυκασμοί περί «ελλειμμάτων δημοκρατίας», δεν είναι δυνατόν να σταθούν, καθώς δεν νομίζω ότι υπάρχει δημοκρατικότερη επιλογή από το εκλέγει ο πολίτης τους εκπροσώπους του –είτε για το Εθνικό είτε για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- και  να πάψει ο θεσμός του Ευρωβουλευτή να απονέμεται ως ανταμοιβή στους υπηκόους των εκάστοτε πολιτικών αρχηγών ή παροχή τιμητικής αποστρατείας -κατά τα φεουδαλικά πρότυπα- ή σε λήγοντες την δημόσια καριέρα τους, πολιτικούς φίλους των εκάστοτε ηγετικών ομάδων των κομμάτων. Ελάχιστες εξαιρέσεις υπήρξαν βέβαια, αλλά, δεν επαρκούν. Σε κάθε περίπτωση ο Ευρωβουλευτής είναι πολιτικός και όχι τεχνοκράτης ή γραφειοκράτης, όσο και αν πρόκειται για θέσεις αυξημένων ή ειδικών προσόντων.
Και αν από τα μέλη των κυβερνητικών κομμάτων αναμένει κανείς ενστάσεις και αν από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται κάποιες αντιδράσεις –αυτές θεωρώ ότι υπάρχουν, περισσότερο για την τιμή των όπλων και εν πάση περιπτώσει η επίσημη άποψή του θα εκφρασθεί στην Βουλή κατά την συζήτηση του Νομοσχεδίου-, μεγαλύτερη απογοήτευση προκαλούν οι τοποθετήσεις ορισμένων κεντροαριστερών κινήσεων, ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, αντιλήψεις που φέρουν την Κεντροαριστερά ως … γεωγραφικό προσδιορισμό και μόνον.
Ας σοβαρευτούμε όμως. Μπορεί η επιλογή της στιγμής, να εξυπηρετεί πολιτικούς χειρισμούς των αρχηγών των κυβερνητικών κομμάτων και σίγουρα -θα ήταν περισσότερο πειστικοί αν  φρόντιζαν για την αποκατάσταση των θεσμικών και δημοκρατικών λειτουργιών στα κόμματά τους-, να δημιουργεί προσωρινές διεξόδους σε προβλήματα στο εσωτερικό των κομμάτων αυτών· άλλωστε, αυτό συνεπάγεται το γεγονός να είσαι κυβερνητικό κόμμα; Να έχεις, δηλαδή, την πρωτοβουλία; Όμως, σε καμία περίπτωση δεν αρνείται κανείς, λογικά σκεπτόμενος, ότι ο προτεινόμενος τρόπος εκλογής Ευρωβουλευτών και ουσιαστικά δημοκρατικός είναι και λειτουργεί θετικά στην όλη διαδικασία εμπλοκής των Ελλήνων πολιτών στα Ευρωπαϊκά πράγματα, μιας και οι πρόσφατες εξελίξεις αναδεικνύουν την όλο και μεγαλύτερη διασύνδεση των εθνικών κρατών με την Ε.Ε. Άρα, η ενίσχυση και η δημοκρατική θωράκιση των Ευρωπαϊκών θεσμών είναι κρίσιμης σημασίας ζήτημα· δεν διέρχεται από την ικανοποίηση των εκάστοτε τιμαριούχων των πολιτικών, γεωγραφικών τόπων, αλλά από την ενεργή και ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών σε αυτές, καθώς επιτυγχάνεται ευρύτερη νομιμοποιητική βάση και κλιμακηδόν δυνατόν να οδηγήσει σε περιστολή του ρόλου της Γραφειοκρατίας των Βρυξελλών. Αν κάποιοι δεν βολεύονται …
Η δεύτερη αλλαγή, η απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας (του Συμβουλίου της Επικρατείας δηλαδή), σχετικά με την αφαίρεση δικαιώματος συμμετοχής των μεταναστών στις εκλογές για την αυτοδιοίκηση, ένα θέμα που είχε θεωρηθεί τακτοποιημένο από 4ετίας περίπου, γεννά πολλαπλά προβλήματα μεταξύ άλλων και αυτό της ήδη απονεμημένης ιθαγένειας σε έναν αριθμό μεταναστών και δεν περιορίζεται μόνον στο αν κάποιοι μετανάστες θα εκλεγούν ή θα συμμετάσχουν στην εκλογή των Τοπικών ή Περιφερειακών Αρχών.
Από  πρώτη ανάγνωση, το θέμα εμφανίζεται απλό: «δε θα ψηφίσουν κάποιοι ξένοι και σιγά μην βγάλουμε και δημοτικούς άρχοντες μαυριδερούς» θα έλεγε κάποιος και –κάκιστα- πολλοί θα συμφωνούσαν, ενώ άλλοι θα ξεπερνούσαν, προκειμένου να αποφύγουν συγκρούσεις σε ένα πεδίο, που δυσαρεστεί την πλειοψηφία των πολιτών.
‘Όμως, ένα ζήτημα γεννά το άθλιο της συμπεριφοράς, γιατί ψευτο-τσαμπουκάς και βλάχικη κουτοπονηριά είναι να κομπάζεις ως «έθνος» για κάποιους Έλληνες μετανάστες ή ομογενείς, που στις Αγγλοσαξονικές ή άλλες χώρες, πέτυχαν και εξελέγησαν σε δημόσια αξιώματα (για να θυμηθούμε πόσο υπερήφανοι αισθανθήκαμε για τον Σ. Άγκνιου ως Αντιπρόεδρο επί Νίξον ή τον Michael Dukakis που διεκδίκησε το αξίωμα του Προέδρου των ΗΠΑ ή τους δεκάδες ομογενών στον Καναδά, την Αυστραλία, την Γερμανία προ ΕΕ, οι οποίοι αναδείχθηκαν σε υψηλά, δημόσια αξιώματα στις κοινωνίες αυτών των χωρών)· εδώ όμως, στην χώρα της φαιδράς –πλέον, φαιδρότατης- πορτοκαλέας, δεν αναγνωρίζουμε αντίστοιχο δικαίωμα σε κάποιον μετανάστη που:
  • Διαμένει νόμιμα και μόνιμα στην χώρα μας. 
  • Καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές, φορολογείται και μετέχει σε όλο το φάσμα των υποχρεώσεών του απέναντι στο Δημόσιο.
  • Μετέχει, ο ίδιος ή τα παιδιά του, της εθνικής παιδείας .
  • Τηρεί τους νόμους και τους κανόνες της κοινά αποδεκτής κοινωνικής συμπεριφοράς.
Ανακύπτει, ένα ακόμη ζήτημα από την απόφαση αυτή του Σ τ Ε. Εκείνο της  νομιμοποίησης των προηγουμένων εκλογών. ΑΝ το εκλογικό σώμα που ανέδειξε τις προηγούμενες δημοτικές και περιφερειακές διοικήσεις είχε αντισυνταγματική και άρα παράνομη σύνθεση, τότε, τι ακριβώς συνέβη; Υπήρξε Συνταγματική εκτροπή και αλλοίωση του αποτελέσματος  των εκλογών του 2010;  Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι αφού οι ημερομηνίες που δικαιούται κανείς να προσφύγει κατά των εκλογών εκείνων έχουν παρέλθει, το πολιτικό και ηθικό ζήτημα παραμένει.
Σε μία χώρα που οι θεσμοί γίνονταν λάστιχο για να τακτοποιούνται οι επιθυμίες πολιτικών ηγεσιών, συντεχνιών και λοιπών  καταφερτζήδων· σε μια χώρα που μετράει τις πληγές της από μια ολομέτωπη κρίση  στην πολιτική, οικονομική και την εν γένει πολιτισμική ζωή της και προσπαθεί να βρει νέες ισορροπίες· είναι εξαιρετικά επικίνδυνο οι ταγοί της θεσμικότητας να διαπράττουν ολισθήματα τέτοιου είδους.
Δεν γνωρίζω ακόμη το πλήρες κείμενο και το σκεπτικό της απόφασης, αλλά το ΣτΕ ανοίγει επικίνδυνα μονοπάτια. Η απόφαση αφήνει έδαφος βάσιμων αμφισβητήσεών της και εύκολα μπορεί ο κακόπιστος αναγνώστης να της προσδώσει «πολιτικά» κίνητρα. Δηλαδή, ότι αυτή σκοπεί είτε στην ικανοποίηση θεωρήσεων περί «εθνικής» καθαρότητας και την καταλαγή αλαλαγμών προερχομένων από«εθνοπυρέσουσες» ομάδες ηλιθίων είτε  σκοπιμότητες αντεκδίκησης προς την πολιτική ηγεσία που περικόπτει αποδοχές. Τούτο όμως, δεν συνάδει με την ευθυκρισία, την ανεπηρέαστη σκέψη και το θάρρος που οφείλει να διέπεται η οποιαδήποτε απόφαση ή γνωμοδότηση των λειτουργών του ανωτάτου δικαιοδοτικού οργάνου μιας δημοκρατικής, σύγχρονης, Ευρωπαϊκής Πολιτείας.  Οι αποφάσεις των δικαιοδοτικών οργάνων, πολύ δε περισσότερο αυτές, του ΣτΕ και του Αρείου Πάγου, δεν αποτελούν τμήμα του «ιερού Κορανίου», άρα κρίνονται και ιδίως εκείνες που έχουν άμεση επιρροή στην δημόσια σφαίρα και δεν πρέπει επ’ ουδενί να αφήνουν περιθώρια αμφισβητήσεων ειδικότερα στις κρίσιμες στιγμές που δοκιμάζεται σκληρά η ελληνική κοινωνία. Καμία υποχώρηση έναντι οποιασδήποτε σκοπιμότητας δεν είναι νοητή όταν πρόκειται για θέματα αξιών και αρχών.
Καμία εθνική περηφάνια δεν πλήττεται, καμία εθνική συνείδηση δεν αλλοιώνεται, καμία Πατρίδα δεν σμικρύνεται από την συμμετοχή των μεταναστών στις εκλογές για δήμους και περιφέρειες –αντιθέτως, η απονομή πολιτικών δικαιωμάτων είναι αυτή που συντελεί καθοριστικά στην ενσωμάτωση. Τα κράτη, από μεγάλα είναι δυνατόν να καταστούν  μικρά ή ακόμη και κρατίδια. Οι αρχές όμως οφείλουν να παραμένουν και να υπηρετούνται σε όλο το εύρος τους, γιατί σε διαφορετική περίπτωση η αντίστοιχη τροπή τους έχει κακή αντήχηση … Επιφυλάσσομαι για σχολιασμό μόλις διαβάσω το πλήρες κείμενο της απόφασης, αλλά σε κάθε περίπτωση, αισθάνομαι ίλιγγο από την στροφή αυτή προς συντηρητικές επιλογές που κινούνται οριακά στα άκρα και ικανοποιούν ταπεινά ένστικτα.
Οι Φυσικά, δεν είναι άμοιροι ευθυνών και οι τότε εισηγητές του θεσμικού πλαισίου, μιας και δεν μερίμνησαν για την θωράκισή του από κάθε προσβολή ή και για την προώθησή του στην κοινωνία προκειμένου στον κατάλληλο τότε, χρόνο να έχει εμπεδωθεί η απαιτούμενη κοινωνική συνείδηση.
 Αθήνα, Φεβρουάριος 2014
                                                                                                                  Λυκούργος Χατζάκος