Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟ & ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

Κάθε συζήτηση ή ανάλυση, σχετικά, με τις όποιες εξελίξεις στην περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου ή και ειδικότερα την Μέση Ανατολή, δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να παραβλέπει τον Τουρκικό παράγοντα και την επιρροή την οποία, αυτός, ασκεί στην γεωγραφική, αυτή, ενότητα.
Η Εξωτερική πολιτική της χώρας μας, έχει κατά την τελευταία, περίπου 10ετία, προσανατολισθεί σε μία Ευρωκεντρική θεώρηση και δεν αξιολογεί αναλόγως της βαρύτητάς τους σημαντικά δεδομένα και γεγονότα, πέραν των ορίων της άμεσης οπτικής της, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται στην πράξη η σημασία των παγκοσμίων εξελίξεων. Με αυτή την αντίληψη, συνηθίζουμε, να θεωρούμε την Τουρκία υπό την μονοδιάστατη οπτική των μεταξύ μας σχέσεων ή των σχέσεων αυτής με την Ευρώπη. Κατ’ αυτή την προσέγγιση, όμως, παραβλέπονται δύο σημαντικά στοιχεία: πρώτον, ότι η γειτονική μας χώρα έχει, εξ αιτίας, της γεωγραφικής της θέσεως, στην συμβολή τριών ηπείρων (Ασίας-Ευρώπης-Αφρικής) –δηλαδή, στην καρδιά του «τριγώνου της αστάθειας», εφ’ όσον είναι το κομβικό εκείνο κράτος μεταξύ Ν.Α Ευρώπης (Βαλκανίων), Μέσης Ανατολής και Καυκάσου- και δεύτερον, τα σημαντικά πληθυσμιακά και οικονομικά μεγέθη της. Ο συνδυασμός αυτών των δεδομένων, προσδίδει στην Τουρκία, ιδιαίτερα υψηλή γεωστρατηγική και γεωπολιτική σημασία και την καθιστά, εκ των πραγμάτων, βασικό στρατηγικό παίκτη, εντός μίας εκτεταμένης γεωγραφικής ζώνης, τεκμήριο που οι περισσότεροι, είτε αγνοούμε, είτε υποβαθμίζουμε σκοπίμως. Επομένως, εάν η ανάλυσή μας, παραβλέπει και χάριν αυταρέσκειας υποβαθμίζει την συνολική παρουσία της γείτονος, τότε είναι ελλιπής και συνεπώς οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα και ανεπαρκή σχεδιασμό εξωτερικής πολιτικής.
Ίσως, φανεί περιττή η δημόσια συζήτηση σχετικά με αυτό ή και άλλα παρόμοια θέματα, και εκφράζεται πολλές φορές ο ισχυρισμός ότι «αυτά δεν αφορούν τον μέσο πολίτη, παρά είναι αντικείμενο κάποιων ειδικών». Μία τέτοια αντίληψη δεν ευσταθεί, διότι καμία εξωτερική πολιτική, ακόμη και  η πλέον, άριστα σχεδιασμένη, δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί αποτελεσματικά, εάν δεν υπάρχει συναίνεση της κοινής γνώμης· σήμερα δε, τούτο, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα δεδομένου του παγκοσμιοποιημένου διεθνούς περιβάλλοντος, εντός του οποίου η άσκηση εξωτερικής πολιτικής απαιτεί ενεργητικές και δημοκρατικές κρατικές οντότητες, με πολίτες απαλλαγμένους από εμμονές και ιδεοληψίες -κυρίαρχες και βολικές παλαιότερα, αλλά, σήμερα, στις νέες διεθνείς συγκυρίες, παντελώς αρνητικές και δυσλειτουργικές-, προκειμένου να υπάρχουν προοπτικές βιωσιμότητας και αποτελέσματος.
    Εάν, όμως, η Τουρκία είναι τόσο σημαντικός παράγων του διεθνούς συστήματος τότε, είμαστε ανίσχυροι και επομένως, αναπόφευκτα, οδηγούμεθα στην ηττοπαθή αποδοχή της υπεροχής της Τουρκικής πολιτικής; Αντιθέτως! Η Ελλάδα διαθέτει ισχυρό οπλοστάσιο πλεονεκτημάτων, επιχειρημάτων και χειρισμών. Επί παραδείγματι, η Ευρωπαϊκή προοπτική εμφανίζεται απείρως πιο ελκυστική από τον νέο-Οθωμανισμό. Επίσης, πρέπει να συγκρατηθεί ή εμφανής και κρίσιμη στροφή ορισμένων κύκλων εντός της Ε.Ε. (π.χ. Η.Β.) καθώς και των Αμερικανών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν, πλέον, με σκεπτικισμό και επιφυλάξεις την ενδυνάμωση του Ισλαμισμού στην Τουρκία του Erdogan.
Είναι, όμως, αναγκαίο, σε κάθε σχεδιασμό, να λαμβάνονται υπ’ όψιν πραγματικά δεδομένα και όχι να διατηρούνται εμμονές και φοβικές προσεγγίσεις παλαιοτέρων εποχών, να αναλύονται ψύχραιμα και αντικειμενικά όλες οι παράμετροι και κυρίως, να καταβληθεί, από όλους, κάθε δυνατή προσπάθεια, προκειμένου να επανακάμψει η χώρα στη θέση που της αρμόζει, τόσο στον διεθνή/Ευρωπαϊκό χώρο, όσο και ειδικώτερα στην Ν.Α Ευρώπη και την Μεσόγειο.

Γεωγραφικά – πληθυσμιακά στοιχεία
    Με όμορες χώρες αφ’ ενός, την Ελλάδα, την Βουλγαρία την Αρμενία και την Γεωργία και αφ’ ετέρου το Ιράκ, την Συρία και το Ιράν, η Τουρκία, είναι η πύλη και η γέφυρα μεταξύ Ανατολής-Δύσης, μεταξύ ισλαμικού-μη ισλαμικού κόσμου. Εντός της επικράτειας του τουρκικού κράτους, συμβιώνουν 3 μεγάλες εθνότητες: Τούρκοι, Κούρδοι και Λαζοί. Η συντριπτική πλειοψηφία είναι Σουνίτες μουσουλμάνοι και πολύ μικρές μειοψηφίες Χριστιανών. Κληρονόμος της άλλοτε κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η πολιτική και οικονομική elite, ποτέ δεν απαρνήθηκε την αντίληψη που μια αυτοκρατορία έχει, τόσο σε σχέση με τους λοιπούς παράγοντες του διεθνούς συστήματος, όσο  και στην προσέγγιση με τους πρώην … υπηκόους.
    Η θέση της στον χάρτη -δίπλα στον Εύξεινο, την Κασπία, την Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια-, η δυνατότητά διείσδυσης στις μουσουλμανικές δημοκρατίες της πρ. ΕΣΣΔ και επίσης,  η σταθερότητα και συνέπεια με την οποία σχεδιάζει και ασκεί την εξωτερική πολιτική της και η Δυτικού τύπου δημοκρατία της, κατέστησαν την Τουρκία αξιόπιστο σύμμαχο της Δύσης και σημαντικό παράγοντα σταθερότητας και ασφαλείας, ειδικά για την Δ. Ευρώπη, τα Βαλκάνια, τον Καύκασο την Κεντρική Ασία και την Μέση Ανατολή. Με τον δεύτερο σε μέγεθος στρατό στους κόλπους της Βόρειο-Ατλαντικής Συμμαχίας, η Τουρκία είναι ένα κράτος-κλειδί για τον σχεδιασμό της πολιτικής των Δυτικών Δυνάμεων, στην ευαίσθητη και εύφλεκτη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Επί 10ετίες, οι μεγάλες Δυνάμεις, χρησιμοποιούν την Τουρκία ως «γραφίδα χάραξης» της πολιτικής τους για την περιοχή, ενώ η ιδιαίτερα σημαντική γεωπολιτική της θέση, παρέχει την δυνατότητα να ανταποκρίνεται στον ρόλο αυτό, εξυπηρετώντας και τα δικά της συμφέροντα.

Τουρκική εξωτερική πολιτική:Ιδεολογία-στρατηγική-μεταβολές
Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Ahmad Davoutoglou
    Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας προκύπτει ως αποτέλεσμα των γενετικών συνιστωσών της κρατικής της υπόστασης καθώς και των πολλαπλών παραμέτρων οι οποίες διαμορφώνουν την σύγχρονη πραγματικότητά της.
    Στην προσπάθεια, να αποκτήσουμε μια εικόνα και να κατανοήσουμε αυτήν την πολιτική και τους σκοπούς της, σε αδρές πάντοτε γραμμές, δεν πρέπει να λησμονούμε το αυτοκρατορικό παρελθόν1 της, αλλά και να γνωρίζουμε το ιδεολογικό υπόβαθρο των επιλογών και των στόχων, τους οποίους, επιχειρεί να υλοποιήσει, σε κάθε τομέα, σε κάθε γεωγραφική ενότητα όπου παρεμβαίνει, ως δρών παράγων του διεθνούς συστήματος.
Η οικονομική και ηθική παρακμή της Αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις οι οποίες επήλθαν στην διεθνή σκηνή, από την επιτυχή έκβαση της Οκτωβριανής επανάστασης στην Ρωσία, επέφερε την περίοδο εκείνη υποβάθμιση του ισλαμισμού και του τουρκισμού, απαραίτητα συστατικά στοιχεία συνοχής του Οθωμανικού κράτους και ευνόησε την εμφάνιση και εδραίωση του κινήματος των Νεότουρκων2, του οποίου εξέλιξη είναι ο Κεμαλισμός3, δηλαδή, η πολιτική και ιδεολογική παρακαταθήκη του Mustafa Kemal Ataturk4. Το κράτος των νέο-τούρκων, αντί να ενδώσει στην προοπτική να καταστεί αντίπαλος άξονας της Δύσης, επέλεξε την στρατηγική συμμαχία με αυτήν.
    Οι βάσεις αυτής της ιδεολογικής παρακαταθήκης, συνίστανται σε έξι βασικά σημεία, έξι βασικές αρχές:
i. Εθνικισμό, ii. Κοσμικότητα του κράτους, iii. Λαϊκισμό,
iv. Ρεπουμπλικανισμό, v. Κρατισμό, vi. Ρεφορμισμό.
Με τον Εθνικισμό να αποτελεί την ιδεολογική αιχμή στην χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, ο στρατός –τουλάχιστον, μέχρι την εμφάνιση του ΑΚΡ5 και του Erdogan-, ήταν ο θεματοφύλακας και απόλυτος εγγυητής για την διατήρηση αυτών των αρχών και στο εσωτερικό της χώρας.
Το Σύνταγμα του ΄82 νομιμοποιούσε τις παρεμβάσεις των Ενόπλων Δυνάμεων στην πολιτική σκηνή –είτε υπό την μορφή «ήπιας νουθεσίας» είτε ως ευθεία κίνηση ανατροπής της εκλεγμένης κυβερνήσεως και ανάληψη της εξουσίας ή αναθέσεως της σε πολιτική ομάδα επιλογής του Επιτελείου-, παρέχοντας υπερεξουσίες στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Η πρόσφατη τροποποίηση του Συντάγματος αυτού, με την αφαίρεση των υπερεξουσιών και τον περιορισμό του στρατεύματος εντός των θεσμικών πλαισίων του ρόλου του6, αποτελεί ένα μεγάλο βήμα και σημαντική επιτυχία της κυβερνήσεως Erdogan, κινείται στην κατεύθυνση θεραπείας εν μέρει του δημοκρατικού ελλείμματος.
Είναι κοινά αποδεκτό το γεγονός, ότι η παρουσία του AKP και των Erdogan - Davoudoglou στην πολιτική ηγεσία και επομένως στον επιτελικό σχεδιασμό της εξωτερικής πολιτικής, παρουσιάζει υψηλό ενδιαφέρον και είναι μεγάλη η πρόκληση για την ανάλυσή και την εξεύρεση απαντήσεων από την Ελληνική πλευρά.
Η συνύπαρξη του διδύμου αυτού στην τουρκική πολιτική ηγεσία, έχει πετύχει να καλλιεργήσει θετικό κλίμα στις χώρες που επιδιώκει να έχει παρουσία ή να διατηρεί θετική ουδετερότητα.

Αλλαγές στην στρατηγική της Τουρκικής Εξωτερικής Πολιτικής
        Σχετικά με το νέο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας, υπό την νέα ηγεσία, αυτό, περιγράφεται ως προς την θεωρητική του εξαγγελία στο βιβλίο7 του Ahmed Davoudoglou. Με κεντρική σκέψη ότι στις αβεβαιότητες και τα κενά, που προέκυψαν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, εάν ένα υποκείμενο της διεθνούς σκηνής δεν κινητοποιηθεί, ακόμη και εκτός των ορίων που προσδιορίζονται εκ των αντικειμενικών πολιτικών δυνατοτήτων και εφικτών στόχων του, ελλοχεύει ο κίνδυνος απώλειας και των, ήδη, κεκτημένων του.  Χαρακτηριστικά αναφέρει «…Μια πολιτική, η οποία προτιμά αντί του εντατικού ρυθμού, τον εφησυχασμό της διατήρησης του status quo , δεν θα μπορέσει όχι μόνο να μετατρέψει την γεωπολιτική σε παγκόσμια δραστηριότητα αλλά ούτε να διατηρήσει καν τα υφιστάμενα σύνορα».
        Η νέα, σε ένα βαθμό υπερφίαλη και υπεροπτική θεώρηση του Τ/Υπουργείου Εξωτερικών,  μέσω της οποίας φιλοδοξεί να καταστήσει την Τουρκία τον κύριο στρατηγικό παράγοντα στην περιοχή, θεωρεί ως επιβεβλημένη την ανάπτυξη μιας διπλωματίας που αφ’ ενός, αξιοποιεί την ιστορική εμπειρία της (οθωμανικής και εντεύθεν περιόδου) και αφ’ ετέρου, εφαρμόζει καλώς επεξεργασμένα εναλλακτικά σχέδια, μέσω των οποίων θα ασκεί συνεχή και μεθοδευμένη, συστηματική επιρροή στην διεθνή ενδοχώρα της και παραλλήλως, θα επεκτείνει την δράση της σε πολλές άλλες περιοχές, εισάγοντας, όπως προανέφερα, την αντίληψη νέο-οθωμανισμού, ο οποίος εμπεριέχει τον παν-Τουρκισμό.
Στην πρακτική άσκηση της πολιτικής αυτής, στα πεδία των διπλωματικών αναμετρήσεων, επιδιώκεται η καταλαγή ή εκμηδένιση των προβλημάτων με τις γειτονικές σε αυτήν χώρες ή εκείνες, στις οποίες, έχει επενδύσεις συμφερόντων. Ενεργοποιείται σε διεθνείς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, Η.Ε. κ.λπ.)και επιδεικνύει μεγάλο ζήλο στην συμμετοχή της σε διεθνείς αποστολές· σημαντικό κεφάλαιο επενδύει στην ανάληψη ρόλου μεσολαβητή, όταν εξελίσσεται κάποια κρίση (π.χ. Συρία-Ισραήλ, πρόσφατα στην Λιβύη κ.ά.). Ιδιαιτέρως πρέπει να συγκρατηθεί η επιτυχία της διασκέψεως, μετά από Τουρκική πρωτοβουλία, της Συρίας και του Ισραήλ (2006), η προσέγγιση με την Αρμενία και την Περιφερειακή Κυβέρνηση του Β. Ιράκ (Ιρακινό Κουρδιστάν).
Από το 2008, με την απεμπλοκή της από την εποπτεία του Δ.Ν.Τ. και την μετέπειτα αναβάθμισή της ως συμμετόχου στην ομάδα G20, απέκτησε ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Δηλαδή, βρίσκεται στην ομάδα η οποία αποτελεί –έστω και ατύπως-, έναν θεσμό παγκόσμιας διακυβέρνησης και δεν είναι, απλώς, ένα ακόμη κράτος-αποδέκτης της χαρασσόμενης πολιτικής των δυνάμεων, ένα «πιόνι στην μεγάλη σκακιέρα», αλλά, ισότιμος συνομιλητής και σε μεγάλο βαθμό συμμετέχει στην διαμόρφωση αυτής της πολιτικής. Είναι αναγνωρίσιμη θεωρώ, η αίσθηση ότι η Τουρκία πολύ λίγο ενδιαφέρεται σήμερα για την τύχη της ένταξης της στην Ε.Ε. και πως έχει αποκτήσει ευρυτέρα θεώρηση των πραγμάτων από την αυστηρά ευρωπαϊκή προοπτική της. Εκτιμώ, ότι η σύγχρονη Τουρκία αντιλαμβάνεται τον ρόλο της ως εκείνον ενός περιφερειακού στρατηγικού παίκτη, αλλά, παραλλήλως και ως μέλος  ενός ευρυτέρου παγκοσμίου συστήματος αποφάσεων και διακυβερνήσεως.

Τουρκία στα Βαλκάνια
Η Τουρκική παρουσία στην Βαλκανική εκδηλώνεται με προσπάθεια για επίτευξη πολύ-επίπεδων συνεργασιών  με στόχο την ενίσχυση της επιρροής της και αποτελεί μία μόνιμη και σταθερή επιδίωξη. Ειδικά, μετά την πτώση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και τον τερματισμό του Ψυχρού πολέμου, η τουρκική εξωτερική πολιτική παρουσίασε υψηλή και έντονη κινητικότητα προκειμένου να εκμεταλλευθεί τα γεωστρατηγικά κενά που δημιουργήθησαν με την λήξη του και να αυξήσει τον βαθμό επιρροής της.
Κατά την διάρκεια των συγκρούσεων στην περιοχή, κατ’ εξοχήν συνέπεια της διαλύσεως της Ο.Δ. Γιουγκοσλαβίας, η Άγκυρα επέτυχε να ακολουθήσει μία αρκετά ισορροπημένη τακτική, έτσι ώστε και να μην παγιδευτεί σε μία εθνο-θρησκευτική πολιτική γραμμή (δεδομένου του κοινού θρησκεύματος με τους Βόσνιους μουσουλμάνους και τους τουρκογενείς η τους μουσουλμάνους της Βουλγαρίας, FYROM, Κοσσυφοπεδίου και Αλβανίας, πληθυσμούς με τους οποίους συνδέεται με ιστορικούς-πολιτικούς και θρησκευτικούς δεσμούς, από το παρελθόν). Η στάση της συνίστατο στην αποδοχή των δεδομένων συνόρων και την διευθέτηση των διαφορών στην βάση του υφισταμένου status quo. 
Δίχως να παραβλέπει την πολυπλοκότητά και τις εν γένει ιδιομορφίες της περιοχής, η Τουρκία άσκησε με συνέπεια και σταθερότητα την εξωτερική πολιτική της. Συμμετείχε, ενεργά, σε όλες τις διεθνείς δραστηριότητες, με παράλληλη αποστολή στρατού και ανθρωπιστικής/αναπτυξιακής υποστηρίξεως.  Στο πεδίο της διπλωματικής δράσεως, συνέβαλε κατά πολύ στην προσέγγιση Βοσνίων μουσουλμάνων και Κροατών της Βοσνίας, ενώ φιλοξένησε υψηλό αριθμό προσφύγων (περί τις 300.000), από τις περιοχές της Βοσνίας και του Κοσσυφοπεδίου.
Παρά τις αντίθετες απόψεις, η Τουρκία έχει υψηλό ενδιαφέρον για την διατήρηση ηρεμίας στην περιοχή των Βαλκανίων. Τούτο, διότι, μια γενικευμένη κρίση αφ’ ενός, θα λειτουργούσε αποσταθεροποιητικά, με ενδεχόμενο την διάχυση κρίσεως και στην ίδια την τουρκική επικράτεια αφ’ ετέρου, εκ του γεγονότος ότι τα Βαλκάνια ως γεωπολιτική γέφυρα, συνιστούν τον στρατηγικό σύνδεσμό της με την Δ. Ευρώπη. Επιπροσθέτως, δίδεται η δυνατότητα να χρησιμοποιεί τις καλές της σχέσης, προκειμένου να δημιουργεί «οχλήσεις» ή να συντηρεί ασάφειες στην ελληνική πλευρά, όπως π.χ. η πρόσφατη εξέλιξη επί του θέματος της υφαλοκρηπίδας με την Αλβανία. Προφανώς, η ευθύνη για την ατυχή εξέλιξη του ζητήματος, ευθύνεται και η ελληνική ανεπάρκεια.

Ελληνοτουρκικές σχέσεις-ανάγκη για μια άλλη προσέγγιση
Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν μεν,  εξειδικευμένο πεδίο, κρισίμου και αμέσου εθνικού ενδιαφέροντος, είναι όμως εσφαλμένη η θεώρησή τους -όπως προανέφερα-, υπό την μονοδιάστατη οπτική που παραδοσιακά ακολουθείται. Είναι αναγκαίο, να προσεγγίζονται με ολιστική οπτική,  η οποία θα περιλαμβάνει την ανάλυση για τις εκατέρωθεν επιδιώξεις σε πλήρες εύρος γεωπολιτικού και γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος.
Υπό την οπτική αυτή, θεώρηση, θα ήταν πολύ πιο ευέλικτη, έγκαιρη και αποτελεσματική η ελληνική διπλωματία, π.χ., η αποτροπή δυσμενών εξελίξεων στις χώρες της Μ. Ανατολής σχετικά με το ψευδοκράτος (την κατεχόμενη Κύπρο), αποτροπή αποδοχής τουρκικών εισηγήσεων στα διεθνή Ισλαμικά φόρα (Αραβικό Σύνδεσμο, Ισλαμική Διάσκεψη κ.λπ.) ή και ακόμη, θα παρείχετο δυνατότητα για συγκροτημένη και επωφελέστερη οικονομική-επιχειρηματική παρουσία σε αυτές τις περιοχές, δεδομένου ότι υπάρχει αντίστοιχη παραγωγή προϊόντων και ανταγωνισμός σε παροχή υπηρεσιών (αγροτικά προϊόντα, τουρισμός, κατασκευές κ.ά.). Αυτό συνεπάγεται, βεβαίως, αντίστοιχη προσαρμογή αντίληψης από τους θεσμικούς φορείς για την διαχείριση των διεθνών υποθέσεων της ελληνικής Πολιτείας και αντιμετώπιση από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, λιγώτερο ανασφαλή.
Συνελόντι ειπείν, η ΕΕΠ, πρέπει να αντιληφθεί την ουσία των αλλαγών στον κόσμο και ειδικώτερα στην Βαλκανική και την ευρύτερη περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου, Τούτο, συνδυαζόμενο με την κριτική και όχι φοβική ανάγνωση και αντιμετώπιση της Τουρκικής στρατηγικής, οδηγεί στην συγκρότηση μιας σύγχρονης, στοχευμένης και ευέλικτης γραμμής εξωτερικής πολιτικής, η οποία θα απαντά ουσιαστικά και αποτελεσματικά στις νέες προκλήσεις, στις νέες συνθήκες, έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται εντός του μεταβαλλομένου, ανοικτού Παγκόσμιου περιβάλλοντος.
Δεν θα ήθελα να επεκταθώ περισσότερο, επί του θέματος αυτού, άλλος είναι ο σκοπός του κειμένου και όχι η επικέντρωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά, νομίζω ότι ήταν αναγκαίο να υπάρξει, αυτή η συνοπτική αναφορά.

Τουρκική παρουσία στην Μέση Ανατολή
Με την συγκέντρωση του μεγαλυτέρου όγκου των ενεργειακών-πετρελαϊκών αποθεμάτων του πλανήτη, η Μέση Ανατολή, συγκεντρώνει το υψηλό ενδιαφέρον όλων και απετέλεσε –και συνεχίζει να αποτελεί-, πεδίο συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων, όχι μόνον μεταξύ Ανατολής και Δύσεως (και μετά την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ.), αλλά και έντονου ανταγωνισμού μεταξύ Δυτικών δυνάμεων.
Η σχέση Αραβικών λαών και Τουρκίας είναι μια σχέση η οποία έχει βαθειά ιστορική αναφορά, ενώ, αυτό καθ’ αυτό, το γεγονός ότι η Τουρκία – ως Οθωμανική Αυτοκρατορία-, είχε υπό την κατοχή της όλες τις Αραβικές χώρες, συνεπάγεται πλεονεκτήματα για τις επιδιώξεις της Άγκυρας, αλλά και εμπόδια.
Προκειμένου να κατανοηθεί η έκταση των σχέσεων Τουρκίας και Αραβικών κρατών, πέραν της κοινής Πίστεως, είναι σκόπιμο να συγκρατείται και το δεδομένο ότι η εκδίωξη του Ισλάμ από την Ευρωπαϊκή Ήπειρο, συνεπακόλουθη της πτώσεως των χαλιφάτων Γρανάδας και Κορδούης, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέμεινε ως η μόνη κραταιά μουσουλμανική δύναμη σε όλη την περιοχή, τουλάχιστον, μέχρι τον Α΄Π.Π.
Ο δυτικό-μορφος χαρακτήρας και ο κοσμικός προσανατολισμός της νεώτερης Τουρκίας, προκαλεί μεν, αρνητικά αισθήματα σε μερίδα θρησκευόμενων Αράβων πλην, όμως, δεν επαρκεί να αντισταθμίσει τα πλεονεκτήματα που επιφέρει η καλλιέργεια καλών σχέσεων με έναν, σχεδόν ισότιμο, συνομιλητή της Δύσεως και ομόδοξο παράγοντα της ευρύτερης περιοχής της Ν.Α. Μεσογείου και Μ. Ανατολής.
Παραλλήλως, η αναγνώριση από την Τουρκική πλευρά του κράτους του Ισραήλ και η καλλιέργεια σχέσεων με το κράτος αυτό, έγινε έγκαιρα και σε χρόνο ο οποίος δεν επηρέαζε ή διακύβευε συμφέροντα στις αραβικές περιοχές και παρέχει στην Άγκυρα την ευχέρεια χρήσεως διπλής γλώσσας και αμφίπλευρης προσεγγίσεως. Αυτά βέβαια, θα αποκτούσαν μικρή έως μηδενική αξία, εάν η Τουρκία δεν είχε το έλεγχο των υδάτινων πόρων ολοκλήρου της περιοχής, εφ’ όσον ο Τίγρης και ο Ευφράτης, έχουν τις πηγές και ικανό τμήμα τους εντός των τουρκικών εδαφών. Το δεδομένο αυτό δίνει ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο, ειδικώτερα σε σχέση με το Ιράκ και την Συρία, χώρες οι οποίες εξαρτώνται άμεσα από τα ύδατα των ποταμών αυτών.
Η τουρκική κυβέρνηση, ανέκαθεν κατέβαλλε προσπάθεια ενισχύσεως της επικοινωνίας και επιρροής στις Αραβικές χώρες και τις χώρες του Κόλπου, είτε με την δραστηριοποίησή της στους διεθνείς ισλαμικούς οργανισμούς (π.χ., Οργανισμό Ισλαμικής Διάσκεψης) είτε αναπτύσσοντας διμερείς σχέσεις με τις χώρες αυτές. Η επέμβαση του Συνασπισμού στο Ιράκ, αρχικά, εμφανίστηκε ως ευκαιρία για την Τουρκική πολιτική να αναλάβει τον διαμεσολαβητικό ρόλο με την Δύση.
Τουρκία & Ιράκ: Οι σχέσεις της Τουρκίας με το σημερινό απελεύθερο Ιράκ, αξίζουν ιδιαίτερης αναφοράς, διότι, αντικατοπτρίζουν πλήρως και σε ευρεία έκταση, την τουρκική τακτική και στρατηγική επιχείρηση διεισδύσεως στον αραβικό κόσμο. Κατ’ αρχάς, δεν πρέπει να λησμονείται η άρνηση της Άγκυρας για την παροχή διευκολύνσεων στις δυνάμεις του Συνασπισμού κατά την επιχείρηση εναντίον του καθεστώτος του Sadam Husein. Η άρνηση αυτή τάραξε, σχετικά, τις Αμερικανοτουρκικές σχέσεις, αλλά, όχι σε βαθμό που αυτές θα κλυδωνίζονταν σε κρίσιμο επίπεδο.
Οι τουρκικοί ελιγμοί που έφεραν την Συρία και το Ισραήλ σε κοινό τραπέζι διαπραγματεύσεων, ήταν κάτι που εξισορροπούσε απολύτως και καθιστούσε ανεκτή –έστω και μετά δυσκολίας-, την επίδειξη αλληλεγγύης από την Άγκυρα προς ομόδοξο καθεστώς.
Η τουρκική διπλωματία, κινητοποιήθηκε, όμως, συστηματικά και έντονα την επόμενη ημέρα. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός της συνεχούς παρουσίας του σημερινού Τ/ΥΠΕΞ και τότε ειδικού απεσταλμένου του Τούρκου Πρωθυπουργού, σε όλο σχεδόν το διάστημα 2006-2008. Η προσπάθεια αυτή, κατέστησε την Τουρκία τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο του απελεύθερου Ιράκ (80% των Ιρακινών, εξωτερικών εμπορικών συναλλαγών του Ιράκ) και πιστώνεται ως επιτυχία της πολιτικής της, η εξομάλυνση των σχέσεων με την Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση (Β. Ιράκ).
Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι, παρά τα κατά περιόδους προβλήματα8 που προέκυπταν από την τρομοκρατική δράση του PKK9 και τα οποία, περισσότερο χρησίμευαν στην εξάσκηση παραγόντων της KRG10, στην  άρθρωση εθνικών βερμπαλισμών, παρά στην αποτροπή Τουρκικών ενεργειών που θα έπλητταν την οργάνωση των ομοεθνών τους τρομοκρατών δρώντων εντός των Τουρκικών εδαφών. Από την άλλη πλευρά, οι πολεμικές ιαχές του Erdogan και οι βρυχηθμοί των Στρατηγών της Αγκύρας, κανέναν σκοπό δεν είχαν, πλην αυτού της ικανοποίησης του αισθήματος της Τουρκικής κοινής γνώμης, για τις θανατηφόρες επιθέσεις των μαχητών του ΡΚΚ. Τούτο, εύκολα συνάγεται, εάν αναλογισθούμε ότι ουδέποτε αεροπορικά πλήγματα επέφεραν σοβαρές απώλειες και ζημίες σε ολιγομελείς ανταρτικές ομάδες (οι αντάρτες του ΡΚΚ κινούνται σε ομάδες 5-10 ατόμων), ιδιαίτερα, όταν αυτές καταφεύγουν σε ορεινές, δύσβατες περιοχές όπως αυτή του όρους Kandil. Ακόμη, δεν πείθεται κανείς, ότι ο … υγιεινός περίπατος ομάδας 300 καταδρομέων στην ίδια περιοχή και σε βάθος ολίγων εκατοντάδων μέτρων από την συνοριακή γραμμή έχει οποιοδήποτε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Τουλάχιστον, όχι κατά εμπείρων και εχόντων άριστη γνώση του χώρου, αποφασισμένων ανταρτικών σχηματισμών. Είναι σαφές, ότι εάν η Τουρκική κυβέρνηση, είχε πρόθεση και δυνατότητα αναλήψεως ουσιαστικής κατασταλτικής δράσεως, τότε και η τακτική θα ήταν διαφορετική και οι στρατιωτικές δυνάμεις εμπλοκής υπέρτερες των 300… κατά/εκδρομέων. Ακόμη και οι πρόσφατες (Οκτωβρίου 2011) επιθέσεις κατά στόχων του ΡΚΚ εντός του Ιρακινού εδάφους, είναι της ιδίας υφής και στοχεύσεως, ίσως πιο εντυπωσιακές καθώς υπάρχει και η … «ευγενής άμιλλα» με τις Ιρανικές  δυνάμεις﷽

Δεν υπάρχουν σχόλια: