•  



Με την Ανωτέρα Σχολή Δραματικής Τέχνης «Ιάκωβος Καμπανέλλης» του Δήμου Αγίας Βαρβάρας, έχουμε αρκετές φορές ασχοληθεί, προκειμένου να περιγράψουμε και -στο μέτρο των δυνατοτήτων μας- να κάνουμε γνωστές στους αναγνώστες, τόσο αυτή, καθ’ αυτή την ύπαρξή της, όσο και τις πραγματικά, πολύ ενδιαφέρουσες και πρωτοποριακές δραστηριότητές της.
Και τούτο, διότι αυτή η δραματική σχολή δεν περιορίζεται στην αυστηρά εκπαιδευτική της αποστολή -στην οποία ανταποκρίνεται, δίχως καμία αμφιβολία, με απόλυτη επάρκεια-, αλλά, αναπτύσσει δραστηριότητες σε διαφορετικά επίπεδα, είτε εκπαιδευτικού χαρακτήρα όπως π.χ., τα σεμινάρια σκηνοθεσίας θεάτρου, κινηματογράφου, κατασκευής ντοκιμαντέρ κ.ά., αλλά και δραστηριότητες που σκοπούν στην διάχυση της θεατρικής και εν γένει καλλιτεχνικής παιδείας στην τοπική κοινωνία. Τέτοιες παράλληλες δραστηριότητες είναι το κοινωνικό θέατρο, με την παροχή θεατρικής , η λειτουργία του θεατρικού εργαστηρίου του Δήμου, η αποστολή σπουδαστών και διδασκόντων προκειμένου να χρησιμοποιηθεί το εργαλείο της θεατρικής διδασκαλίας στην βελτίωση της κατάστασης τροφίμων ιδρυμάτων όπως οι φυλακές ή τα νοσηλευτικά ιδρύματα ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας κ.λπ. Δεν είναι υπερβολή ο ισχυρισμός ότι η Α.Σ.Δ.Τ. «Ιάκωβος Καμπανέλλης», κατέχει την πρώτη θέση στην παροχή καλλιτεχνικής παιδείας αλλά και κοινωνικής προσφοράς.
Φέτος, κλείνουν 20 χρόνια από την λειτουργία της. Ευλόγως, το θέμα εντυπωσιάζει, αν αναλογισθεί κανείς ότι πρόκειται για έναν εκπαιδευτικό οργανισμό ο οποίος δημιουργήθηκε και λειτουργεί υπό την ευθύνη ενός Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ενός Δήμου της Αθηναϊκής περιφέρειας. Είναι σύνηθες σε αυτές τις περιπτώσεις, παρόμοιες προσπάθειες που εκκινούν με τις καλλίτερες προθέσεις, να παρακμάζουν και να περιέρχονται σε απαξία ακόμη και εν τη γενέσει τους. Πέραν, όμως, της εμπνευσμένης πολιτικής του τότε δημάρχου Αγίας Βαρβάρας κ. Λάμπρου Μίχου, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα, ανέλαβε το ρίσκο της υλοποίησής της και ξέφυγε από την συνηθισμένη πρακτική των δημάρχων -σύμφωνα με την οποία παραγωγή έργου για τον πολιτισμό θεωρείται η πρόσκληση «ημετέρων» θιασαρχών ή συνθετών για μία «αρπαχτή» κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Γιατί, παραγωγή πολιτισμού είναι αυτό ακριβώς: δημιουργία υποδομής και προϊόντων -εν προκειμένω της σχολής και της παροχής καλλιτεχνικής παιδείας- τα οποία, όχι μόνον δεν επιβαρύνουν τον ετήσιο προϋπολογισμό του φορέα, αλλά αποφέρουν έσοδα και κοινωνικό όφελος.
Τι λοιπόν, είναι εκείνο, το οποίο κάνει την ειδοποιό διαφορά από άλλες, σχεδόν, θνησιγενείς απόπειρες; Για ποιόν λόγο αυτή η προσπάθεια ολοκληρώθηκε με τον καλλίτερο τρόπο και έχει συνεχώς ανοδική πορεία -και αυτό είναι πρόδηλο από τον αριθμό των σπουδαστών που κάθε χρόνο επιχειρούν να περάσουν τις εξετάσεις και να εγγραφούν σε αυτή;
Προφανώς, το σημείο εκείνο, όπου η πολιτική διορατικότητα και βούληση του κ. Μίχου συνάντησε έναν πραγματικό ηθοποιό, έναν ολοκληρωμένο καλλιτέχνη, τον Δημήτρη Παπαγιάννη, τον συνεργάτη του στον οποίο ανέθεσε την εντολή της οργάνωσης και της λειτουργίας της Σχολής και στην συνέχεια την διεύθυνσή της. Ο άνθρωπος, ο οποίος με την δημιουργική και αστείρευτη ζωτικότητά του, την αγάπη για την Τέχνη και τους Ανθρώπους, έθεσε τις βάσεις για την μετέπειτα θαυμαστή πορεία του εκπαιδευτικού, αυτού οργανισμού. Και κάπου εκεί, βρέθηκε και ο τρίτος θεμέλιος πυλώνας. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, του οποίου το όνομα δόθηκε στην Σχολή μετά την μετάβασή του από τον βέβηλο κόσμο μας, εκεί, όπου ο ήλιος ανατέλλει αιώνια…
Ο μεγαλύτερος σύγχρονός μας θεατρικός συγγραφέας, ο οποίος όχι μόνον στήριξε την προσπάθεια στην εκκίνησή της, αλλά δίδαξε αφιλοκερδώς και ο ίδιος στην σχολή κατά τα πρώτα της βήματα.

Και βέβαια, η επιτυχημένη πορεία δεν θα υπήρχε, αν στην διαδρομή οι ευαίσθητες κεραίες του διευθυντή της Σχολής και η ευθυκρισία των πολιτικών υπευθύνων, δεν ενέπνεαν και δεν προσέλκυαν, στα πρώτα της βήματα, τους καλλίτερους δασκάλους προκειμένου αυτοί να ενταχθούν στο δυναμικό της. Και αυτό, το ισχυρίζομαι έχοντας διαμορφώσει προσωπική άποψη.
Από την αρχή εντάχθηκε στο εκπαιδευτικό προσωπικό ο Θόδωρος Εσπίριτου, κατά την άποψή μου, από τους κορυφαίους σκηνοθέτες που διαθέτει η χώρα μας. Οι Γιάννης και Νικόλας Παπαγιάννης, εξαιρετικοί ηθοποιοί, με ευρύτατη παιδεία και γνώσεις πέραν των αναγκαίων για την άσκηση των καθηκόντων τους. Και οι δύο, έχουν δώσει δείγματα γραφής στο ελληνικό θέατρο.
Ο Μιχάλης Ζάιμπελ και ο Ανρί Γκρεγκομάρ, ο πρώτος από την Γερμανία διδάσκει υποκριτική και ο δεύτερος από την Γαλλική Βρετάνη, διδάσκει μουσική -ζηλεύω συχνά τα παιδιά που παρακολουθούν το μάθημά του και ποτέ δεν χάνω τις εξετάσεις του στο τέλος κάθε έτους. Ήρθαν στην Ελλάδα ως επισκέπτες και έμειναν. Τόσο γιατί βρήκαν την χώρα που τους ταίριαζε καλλίτερα ως τόπος και ως τρόπος ζωής, αλλά, κυρίως γιατί είχαν την ευκαιρία να ενταχθούν στο δυναμικό της συγκεκριμένης σχολής. Και ταίριαξαν, έδεσαν απόλυτα με το κλίμα, τους συναδέλφους τους και με τους σπουδαστές τους. Έχω υπ’ όψιν μου να αφιερώσω ένα ξεχωριστό κείμενο, σε αυτούς τους δύο, γιατί το αξίζουν, πραγματικά.
Η Μαρία Ζορμπά, μία εξαιρετική ηθοποιός, από τους ανθρώπους που η παρουσία τους γαληνεύει την ψυχή σου είναι μία ακόμη καθηγήτρια της σχολής. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, τουλάχιστον ο γράφων δεν αισθάνεται άξιος να το πράξει, γιατί η διαδρομή της, είναι η καλλίτερη διαπίστευση.
Γιάννης Μόσχος, Άντζελα Μπρούσκου δύο ακόμη κορυφαίοι του ελληνικού θεάτρου. Αξίες που προσθέτουν στην «Ιάκωβος Καμπανέλλης» αξιοπιστία για το παρεχόμενο εκπαιδευτικό έργο και καλλιτεχνικό κύρος. Και πολλοί ακόμη που δεν θα έφθανε ο χώρος αυτός για να τους αναφέρω και τους ζητώ συγνώμη για αυτό.
Από την χρονιά αυτή, ο Θωμάς Σίδερης, αναγνωρισμένος και ικανότατος δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός και «ντοκιμαντερίστας», υπό την ευθύνη του οποίου πραγματοποιείται το σεμινάριο για την κατασκευή ντοκιμαντέρ (σεμινάριο που για τους κατοίκους της πόλης της Αγίας Βαρβάρας, είναι δωρεάν).
Ως επιστέγασμα, η έλευση φέτος του μεγάλου δασκάλου, του Κώστα Γεωργουσόπουλου, ο οποίος διδάσκει αρχαίο δράμα και επιπροσθέτως κάνει ανοικτά σεμινάρια για το ίδιο αντικείμενο.

Ίσως η κατακλείδα αιφνιδιάσει, αλλά, είναι κάτι που πρέπει να ειπωθεί. Κατά την οπτική μας δεν είναι ούτε η επάρκεια του εκπαιδευτικού προσωπικού που κάνει την διαφορά. Άλλωστε, έχουμε δει πολλές φορές απολύτως επαρκείς και κατηρτισμένους ανθρώπους να αποτυγχάνουν παταγωδώς ως δάσκαλοι, ως διαχειριστές ανθρώπινων δυναμικών. Να βλάπτουν αντί να ωφελούν, γιατί δεν έχουν την δυνατότητα να διαπλάσουν την ψυχή, τον χαρακτήρα και να εμπνεύσουν τους νέους ανθρώπους.
Εκείνο που είναι η ειδοποιός διαφορά αυτής της σχολής με κάθε άλλο, αντίστοιχο, εκπαιδευτικό φορέα, είναι το γεγονός ότι οι δάσκαλοι εγκύπτουν πραγματικά, με ουσιαστικό και αληθινό ενδιαφέρον πάνω στον κάθε σπουδαστή τους. Πρέπει κανείς να δει κάποια δραστηριότητα της σχολής -είτε εξετάσεις είτε παραδόσεις και ασκήσεις είτε απλώς να βρεθεί στην σχολή σε ένα διάλειμμα- για να κατανοήσει τι ακριβώς συμβαίνει.
Δεν υπάρχει η κερδοσκοπία, δεν υπάρχει η καλλιέργεια του «ψώνιου» προς αποκόμιση ωφελειών. Υπάρχει απόλυτη αγάπη για τη δουλειά τους· απόλυτη αγάπη και αφοσίωση στους σπουδαστές και τις ανάγκες τους.
Και αυτό, είναι κάτι που καλλιεργήθηκε από τα πρώτα βήματα της 20χρονης διαδρομής και κάποιοι το επεδίωξαν να είναι έτσι… και το συνεχίζουν με την ίδια επάρκεια και επιτυχία.

Σήμερα, με την σχολή να αποτελεί το σημείο αντίστασης στην απαξία και την αδράνεια που επεφύλαξε για την πόλη η προηγούμενη διοίκηση -στο συγκεκριμένο ζήτημα η αδιαφορία τους είχε θετικό αποτέλεσμα, μιας και καλλίτερα που δεν ασχολήθηκαν-, στο τιμόνι του Δήμου είναι και πάλι ο ιδρυτής της σχολής, ο ρηξικέλευθος Λάμπρος Μίχος. Διευθυντής παραμένει ο δημιουργικός και ακούραστος έφηβος, Δημήτρης Παπαγιάννης.


Εμείς, οι απλοί πολίτες που μαζί τους «κακομάθαμε» και έχουμε απαιτήσεις, περιμένουμε σε αυτόν τον νέο κύκλο που ανοίγει, ακόμη περισσότερα από αυτούς. Και οι δύο, μαζί, έχουν πραγματικά, πολλά να δώσουν ακόμη…