Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Και τώρα Συνέδριο. . .



Και τώρα Συνέδριο. . .

Οι χρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, προκάλεσαν την εμφάνιση της δημοσιονομικής κρίσης και την επίταση της εντάσεώς της. Από το 2005 η οικονομική ύφεση και κρίση έδινε τα πρώτα σημεία παρουσίας της και οικονομίες όπως εκείνες των Η.Π.Α. και των ανεπτυγμένων Ευρωπαϊκών χωρών επλήττοντο και προφανώς η ελληνική οικονομία (με τους δύο, τουλάχιστον, πρώτους τομείς παραγωγικότητας διαλυμένους), δεν θα ήταν δυνατόν να αποφύγει τους κραδασμούς ενός μεγάλης διάρκειας και κλίμακας τεκτονικού σεισμού. Θα έπρεπε επομένως, τουλάχιστον, εκείνη την στιγμή να ληφθούν σοβαρά και μακράς προοπτικής μέτρα.
Αντιθέτως,  συνεχίζαμε να καταναλώνουμε κοινοτικούς πόρους σε αμφίβολης ή μηδενικής αξίας επιμορφώσεις και «καταρτίσεις», ενισχύαμε την επιχειρηματικότητα με bar, σουβλατζίδικα και café. Την αμέσως προηγούμενη περίοδο, οδηγούσαμε στην σταύρωση όποιον έθετε ζητήματα συναφώς με την προσαρμογή του ασφαλιστικού ή εξορθολογισμού αμοιβών και μετασχηματισμού του κράτους, αφήναμε αναξιοποίητη την δυνατότητα που έδινε η διοργάνωση των ολυμπιακών αγώνων –και δεν εννοώ μόνον, την τουριστική αξιοποίηση, αλλά και εκείνη την δυνατότητα να αναπτυχθεί ένας αριθμός επιχειρήσεων- κ.λπ., κ.λπ.
Η 5ετία της διακυβέρνησης από την Νέα Δημοκρατία, ήταν καταστροφική και είχε ως αποτέλεσμα την αλματώδη επιδείνωση των δημοσιονομικών μεγεθών αλλά και την παράλληλη αποσύνθεση των ήδη προβληματικών παραγωγικών δομών της χώρας. Το ΠΑΣΟΚ της περιόδου εκείνης, εισέπραττε τα πρόσκαιρα κέρδη της φθοράς της ελεεινής Καραμανλικής διακυβέρνησης, δίχως να συνειδητοποιεί ότι δεν έπειθε, δεν κέρδιζε ως αντίληψη, δεν δημιουργούσε πλειοψηφικό ρεύμα λόγω των προτάσεών του προς την κοινωνία· καρπώνονταν την σήψη της Κυβέρνησης. Ουσιαστικά, παρέμενε ακόμη στην αντιπολίτευση.
Ένα εύλογο ερώτημα αφορά στην προοπτική σήμερα, αν ο Γ.Α. Παπανδρέου, αποδεχόταν την πρόκληση Καραμανλή και στήριζε την λήψη μέτρων προσαρμογής, φυσικά με σκληρούς όρους ελέγχου και πρακτικής εφαρμογής από την Κυβέρνηση. Ίσως, σήμερα, το ΠΑΣΟΚ να διατηρούσε την δυνατότητα ως μία εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Αντιθέτως, την πιο ακατάλληλη στιγμή, προτάχθηκαν συνθήματα, περί της υπάρξεως χρημάτων, τα οποία «χάϊδεψαν» τα αυτιά των ψηφοφόρων.
Σπαταλήθηκε πολύτιμος χρόνος (ένα ολόκληρο εξάμηνο) και καθώς η κυβέρνηση έπλεε σε πελάγη ασυναρτησίας και κάποιοι απολάμβαναν τις πρωτόγνωρες ηδονές της εξουσίας, η κρίση έκανε την εμφάνισή της. Η ακόμη χειρότερη διαχείρισή της, από σοβαροφανείς ανίκανους, ανόητους και επηρμένους λιμοκοντόρους της πολιτικής ή συμπαθείς, πλην όμως, ανεπαρκείς γραφικότητες, οδήγησαν την χώρα στην καταστροφική σημερινή πραγματικότητα και το ΠΑΣΟΚ περιήλθε σε δημογραφικό σοκ και κατάρρευση. Κατάρρευση εκλογική, στρατηγική, πολιτική.
Είναι χρήσιμο να επισημανθεί στο σημείο αυτό, το γεγονός ότι στις άλλες χώρες που η κρίση κτύπησε, οι πολιτικοί φορείς που την διαχειρίσθηκαν, είδαν τα ποσοστά τους να σμικρύνονται, αλλά, δεν υπάρχει αντίστοιχο παράδειγμα κατάρρευσης με αυτό, του ΠΑΣΟΚ.
Προφανώς, η κρίση δεν είναι προϊόν της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ και ευθύνη της Κυβέρνησης του 2009. Έχει γραφεί –και από εγκυρότερους εμού-, ότι η κατάληξη της ελληνικής οικονομίας ήταν νομοτελειακή. Δεν νομίζω ότι επ’ αυτού εγείρονται σοβαρές αντιρρήσεις. Όμως, επίσης, κανείς δεν μπορεί να φέρει αντίρρηση ότι την στιγμή που έπρεπε να ενισχυθεί η θεσμικότητα του Κινήματος και η ηγεσία του να στραφεί προς αυτήν, εκείνη ακριβώς την στιγμή, η «ηγετική συντροφιά» ασελγούσε κατά συρροή σε αυτή τη θεσμικότητα. Οι επικεφαλής των κρίσιμων τομέων στην Κυβέρνηση αυτοσχεδίαζαν (δεν θέλω να πιστεύω ότι υπηρετούσαν σκοπιμότητες κα ιδιοτέλειες), η χώρα πήγαινε κατ’ ευθείαν στην δίνη της δημοσιονομικής κρίσης απροετοίμαστη, απροστάτευτη και κυρίως, ανυποψίαστη.
Παρά τα δεδομένα αυτά, η εμπιστοσύνη των πολιτών στο ΠΑΣΟΚ δεν απεσύρθη αμέσως. Με το πρώτο μνημόνιο σε εφαρμογή, οι υποστηριζόμενοι από το ΠΑΣΟΚ συνδυασμοί επέτυχαν αξιοσημείωτες νίκες στις εκλογές για την αυτοδιοίκηση. Η ανοχή και η στήριξη της κοινωνίας στις επιχειρούμενες μεταρρυθμίσεις και την εφαρμογή του προγράμματος εξαντλήθηκε αφ’ ενός, στο σημείο που απαιτήθηκε η ύπαρξη συγκροτημένου και ισχυρού πολιτικού φορέα να υπερασπισθεί την πολιτική αυτή, το ΠΑΣΟΚ είχε ήδη απομακρύνει τα μέλη του ως περιττά και αφ’ ετέρου, όταν δεν κλήθηκαν σοβαροί και ικανοί, αξιόπιστοι παράγοντες για να διαχειρισθούν την κατάσταση, αλλά, συνεχιζόταν η παρουσία εκείνων που πριν κραύγαζαν ότι λεφτά υπήρχαν και κομψεύονταν, επηρμένοι, στα Υπουργικά έδρανα. Εξήγγειλαν κάθε Παρασκευή την σωτηρία της χώρας και επανέρχονταν την Δευτέρα με επικλήσεις για την σωτηρία της. Διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους ότι δεν θα απαιτηθούν νέα μέτρα και στοιχημάτιζαν την παραίτησή τους και παρέμεναν στην θέση  τους! αποτυχημένοι, αλαζονικοί και προκλητικοί. Αυτό δεν συνέβη μόνον στον τομέα της οικονομίας, αλλά, στους περισσότερους τομείς άσκησης κυβερνητικής (αλλά και κομματικής) ευθύνης.  Ακόμη μας «κράζει» τηλεοπτικός σταθμός με σποτάκι συνέντευξης υπουργού της περιόδου εκείνης…
Όμως, όλα αυτά αφορούν τους αναλυτές του μέλλοντος. Κριτική είναι εύκολο και χρήσιμο να γίνεται. Όταν όμως τα κίνητρά της είναι ο άγονος ρεβανσισμός, τότε είναι ατελέσφορη και ενίοτε καθίσταται επιζήμια. Σήμερα, τα πράγματα είναι δεδομένα και δεν υπάρχει τρόπος να γυρίσει ο χρόνος πίσω. Το ΠΑΣΟΚ είναι 3ο κόμμα –αν όχι 4ο. Είναι καθοριστική η απαίτηση να συγκροτηθεί ιδεολογικό πλαίσιο. Να καθορίσει το στίγμα αναφοράς του· να επαναπροσδιορίσει η παράταξη τις κοινωνικές-ταξικές συμμαχίες της. Βρίσκω εξαιρετικά άστοχο –στα όρια προκλήσεως θυμηδίας-, το να προσπαθούμε να διαχειριστούμε τον λόγο του ΠΑΣΟΚ, σήμερα, επικοινωνιακά. Πριν αναζητήσουμε τον τρόπο που θα πούμε κάτι, έχω την αίσθηση, πρέπει να βρούμε τι θα πούμε.
Πρώτιστα πρέπει να αναγνώσουμε με περίσκεψη και ψυχραιμία την πραγματικότητα. Να αναλύσουμε τα δεδομένα, τόσο στην παγκόσμια, όσο και την Ευρωπαϊκή και εσωτερική τους διάσταση. Να αποφύγουμε την παγίδα των κανιβαλισμών και να προσπαθήσουμε να εργασθούμε στην κατεύθυνση της πολιτικής πρότασης με περιεχόμενο, προοπτική και βάθος. Όχι μόνον, για τα μεγάλα και ιδεατά, αλλά και για τα καθημερινά και ανθρώπινα.
Στο σύγχρονο, παγκόσμιο περιβάλλον πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η χρηματιστηριακή έκφραση του παγκόσμιου καπιταλισμού προκαλεί χάσμα μεταξύ των παραδοσιακών σοσιαλιστών και της σοσιαλδημοκρατίας. Η Ευρώπη βρίσκεται, εν συνόλω, σε αδυναμία, μιας και το κοινό της νόμισμα δεν υποστηρίζεται από μια ενιαία οικονομική και αναπτυξιακή πολιτική. Στην Ελλάδα, ο κύριος πολιτικός εκφραστής της σοσιαλδημοκρατίας, το ΠΑΣΟΚ, διέρχεται την πολική νύκτα του. Εμφανίζεται σε αδυναμία να βρει και να διατυπώσει απαντήσεις, για λόγους συναφείς με την διάρθρωσή του. Η ιστορική μνήμη του Κινήματος παρουσιάζει κενό. Για ένα τμήμα του, τα πάντα κακά οφείλονται στην μετά του 1996 περίοδο, ενώ για ένα άλλο, εξ ίσου σημαντικό, στα όσα συνέβαιναν προ του 1996. Η αναγκαστική συμμετοχή του στην Κυβέρνηση Σαμαρά, δημιουργεί αδυναμίες και δυσχεραίνει σε μεγάλο βαθμό την εύρεση πιθανών σημείων εξισορρόπησης. Συνυπολογιζομένου δε, του γεγονότος της διάλυσης της μεσαίας τάξης –όποια και αν ήταν αυτή και ανεξαρτήτως των αιτιών και μεγεθών συγκροτήσεώς της-, περιορίζεται δραματικά η δυνατότητα συμπράξεων και κοινωνικών συμμαχιών. Οι όποιες συμμαχίες επιχειρηθεί να συγκροτηθούν πρέπει να είναι προϊόν καθαρής επιλογής. Το νεφελώδες πρόταγμα της κεντροαριστεράς και της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, είναι μεν θετικό ως γενική θεώρηση, αλλά ανεπαρκές εάν απισχνηθεί και δεν υποστηρίζει μια πολιτική και ιδεολογικά σαφή θέση. Τούτο, διότι η «κεντροαριστερά» ως σχήμα, ως μέτωπο θα ήταν επαρκές, αν το αίτημα ήταν η Εθνική Λαϊκή Ενότητα ή η Εθνική Ανεξαρτησία κ.λπ. Σήμερα από μόνο του δεν απαντά στα αιτήματα και τα ζητούμενα, δεν επαρκεί για να προσδιορίσει ιδεολογικά και πολιτικά το στίγμα μας. Το νέο αφήγημα πρέπει να απαντά πλήρως, με απόλυτη επάρκεια και σαφήνεια σε αυτά τα ζητήματα. Η όποια σύγκλιση ή συμπόρευση με δυνάμεις κεντροαριστερές, δεν είναι δυνατόν να καταστεί βιώσιμη, αν προκαλείται ως αποτέλεσμα ηγετικών επιθυμιών και προσεγγίσεων μόνον. Αυτό θα ερεθίσει το ήδη υπαρκτό αίσθημα καχυποψίας, από πλευράς κοινωνίας.
Η σημερινή ηγεσία του Κινήματος, δικαιούται να έχει πλήρη ελευθερία κινήσεων και χειρισμών, όμως, πρέπει να ακούει πραγματικά και απροκατάληπτα τον λόγο των μελών και στελεχών του ΠΑΣΟΚ και της κοινωνίας και να λαμβάνει υπ’ όψιν την ιστορία. Οφείλει να μην υποκύπτει στους πειρασμούς της εμπάθειας και να αποκηρύσσει –όπως πολύ ορθά, εμφανίζεται να πράττει σε περιπτώσεις- τον ιδιοτελή και ρεβανσιστικό υπερβάλλοντα ζήλο, επίδοξων εξαπτέρυγων. Να παραδειγματίζεται θετικά και δημιουργικά από τα σφάλματα του παρελθόντος και να μην τα επαναλαμβάνει με μόνες αλλαγές στα πρόσωπα! Οφείλουμε να μιλήσουμε πραγματικά και να επαναφέρουμε εντός των τειχών των οργανώσεών μας την πραγματική πολιτική διεργασία και τον πραγματικό πολιτικό διάλογο.
Ομολογουμένως, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατυπωθούν σήμερα, προτάσεις τρέχουσας οικονομικής πολιτικής, καθώς υφίστανται οι δεσμεύσεις των δανειακών συμβάσεων. Αντιθέτως, είναι δυνατό και επιβεβλημένο να επεξεργασθούμε τις προτάσεις μας για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος, θέτοντας τα ζητήματα:
-                αναπλήρωσης των ελλειμμάτων στην λειτουργία των θεσμών
-                ενίσχυσης των εργαλείων κοινωνικού ελέγχου
-                αποκατάστασης των σχέσεων αιρετών και εκλογέων μέσα από έναν νέο εκλογικό νόμο
-                της δημιουργίας ενός νέου και λειτουργικού διοικητικού συστήματος με ουσιαστική αποκέντρωση και περιορισμό των αρμοδιοτήτων της Κεντρικής Κυβέρνησης (μικρότερο Κράτος δεν σημαίνει μόνον, λιγότεροι υπάλληλοι)
-                ορθού επανασχεδιασμού του Διοικητικού Χάρτη της χώρας, στην βάση κριτηρίων ανάπτυξης και εξισορρόπησης πόρων, πληθυσμού και δυνατοτήτων.
-                Οφείλουμε να εργασθούμε, ώστε να εμπεδωθεί η πραγματική έννοια του Δημοσίου συμφέροντος ως μεγέθους που συναιρεί τα επί μέρους αιτήματα προς το κοινό όφελος και όχι ως μεγέθους που αθροίζει τα συντεχνιακά ή ιδιωτικά (συμφέροντα).
-                της συγκρότησης μιας κατανοητής και οριοθετημένης πρότασης ανάπτυξης, όχι ως επουράνια εξαγγελία, αλλά, δομημένης και σαφούς ως προς τους τομείς της που θα αποτελέσουν την κινητήρια βιομηχανία και τις παράπλευρες δραστηριότητες που πρέπει να υποστηριχθούν και στην περιφερειακή κατανομή της.
Ευνοήτως, τα στελέχη και μέλη μας, πρέπει να σταματήσουν να τοποθετούνται με κριτήριο τα αρεστά στο εσωτερικό του Κινήματος. Οι κραυγές που καλούν σε φυγή από την Κυβέρνηση αν δεν στοιχειοθετούνται και δεν προτείνουν τι θα πρέπει να γίνει μετά, είναι ανεύθυνες και στοχεύουν μόνο στην α-πολίτικη συσπείρωση υποστηρικτών που αρέσκονται –ακόμη και τώρα-, σε εύκολα και εύηχα συνθήματα. Αυτά, ας τα αφήσουμε για πολιτικές δυνάμεις της ευκαιρίας. Δεν πρέπει να παροράται ότι, αν και έγιναν τραγικά σφάλματα στην διαχείριση της κρίσης, η κρίση ήταν νομοτελειακή κατάληξη με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, για την οποία έχουμε και εμείς ευθύνη.
Όσα όμως προαναφέρονται, δεν είναι δυνατόν να αναδειχθούν ως αξιόπιστα στους πολίτες, αν δεν συνοδεύονται από την ύπαρξη ενός πραγματικά «άλλου» πολιτικού φορέα. Είναι υποχρέωσή μας να αφήσουμε τις νοσηρότητες του παρελθόντος και να αποκαταστήσουμε άμεσα την θεσμικότητα του κόμματός μας. Δεν ωφελεί να εμμένουμε στην αριστερίστικη νοοτροπία η οποία υπαγορεύει τον έλεγχο της κομματικής εξουσίας, όταν η εμβέλεια του κόμματος αυτού, συρρικνούται.
Τα κόμματα, είναι οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών οι οποίοι διαμεσολαβούν μεταξύ κοινωνίας και κράτους. Ως τέτοιοι, σαφώς και έχουν απόλυτο δικαίωμα στην καταστατική αυτονομία τους. Όμως, μέχρι το όριο της Συνταγματικότητας. Ως θεσμοί είναι αυτόνομοι, όχι όμως Συνταγματικά αδιάφοροι. Το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, περιλαμβάνει την κρίση των λειτουργιών που άπτονται της Συνταγματικά κατοχυρωμένης διαδικασίας. Στην χώρα μας, δεν μπορεί να επικρατεί στο σημείο αυτό η αυθαιρεσία και να επιβάλλεται η θέληση ολιγομελών ομάδων, γύρω από τις εκάστοτε ηγεσίες, δίχως κανέναν έλεγχο. Δημοκρατία δεν σημαίνει αυθαιρεσία. Οι πλειοψηφίες είναι ρευστή υπόθεση και εξαρτώνται από συγκυρίες. Η ισχυροποίηση της θεσμικότητας, είναι η μόνη ασπίδα προστασίας και διασφάλισης της συνέπειας και της συνέχειας σε αξίες και αρχές. Συνεπώς, η άσκηση του δικαιώματος προσφυγής και η κρίση αυτής από την Δικαιοσύνη είναι η στοιχειώδης δυνατότητα που πρέπει να υπάρχει ως τελευταίο μέσο θεραπείας αδίκων ή εσφαλμένων επιλογών.
Τι νόημα π.χ., θα είχε σήμερα, τούτο το Συντακτικό Συνέδριο, αν πρώτιστο μέλημα όλων θα ήταν η διαμόρφωση του συσχετισμού και ο έλεγχος; Θεωρώ κανένα. Αν η αύξηση της οργανωμένης βάσης –ουσιαστικά και πραγματικά-, είναι ζητούμενο, τότε, η διαδικασία συμμετοχής και διαφανούς αξιολόγησης είναι προϋποθέσεις, έτσι ώστε να πεισθούν τα μέλη που αποσύρθηκαν ή οι πολίτες που δυνητικά θα είχαν ενδιαφέρον, ότι αυτά που συμβαίνουν στο ΠΑΣΟΚ, στην πολιτική γενικότερα, τους αφορούν. Ότι δεν θα γίνουν υποχείρια μηχανισμών ή “décor” τελετών, αλλά, θα έχουν τν δυνατότητα ενεργού συμμετοχής στα πράγματα.
Σύντροφοι, σήμερα, οι πολίτες στις λαϊκές γειτονιές, ακουμπάνε στις «πλάτες» που παρατάσσουν λούμπεν φασιστοειδή και στην απελπισία τους ενισχύουν την πιο σκοτεινή και βρωμερή πλευρά του συστήματος που επιτυγχάνει να εμφανίζεται ως «αντισυστεμική».
Πρέπει να αντιληφθούμε ότι στις γειτονιές της Αθηναϊκής Περιφέρειας, στις γειτονιές του Πειραιά: την Δραπετσώνα, το Κερατσίνι, το Περιστέρι, υπάρχουν άνθρωποι. Άνθρωποι που τα βράδια δαγκώνουν το μαξιλάρι τους γιατί αδυνατούν να καλύψουν ανάγκες των παιδιών τους. Ότι υπάρχουν νέοι που δακρύζουν από οργή, λέγοντας «γαμώ το, κάπως αλλιώς θα έπρεπε να είναι…». Πρέπει αυτούς να συναντήσουμε. Πρέπει με αυτούς πρώτα να ανατάξουμε την σχέση εμπιστοσύνης.
Ο αγώνας σήμερα για την επίτευξη μιας Δίκαιης Κοινωνίας είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε αναγκαίος και σκληρός. Όχι όμως, ως εύηχο σύνθημα. Δίκαιη Κοινωνία, δεν σημαίνει κοινωνία πλειοψηφίας ή Κοινωνία Αρίστων. Σημαίνει Κοινωνία Όλων! Σε μία δίκαιη κοινωνία, δεν υπάρχει αποθήκευση ανθρώπων ή άνθρωποι καταδικασμένοι να ζουν στο γκρίζο περιθώριο της ζωής. Δεν υπάρχει ισοπεδωτική αντίληψη και όρια προς τα επάνω. Η Δίκαιη κοινωνία, δημιουργεί συνθήκες για την μέγιστη αξιοποίηση των ικανών, εργατικών και χαρισματικών προσωπικοτήτων, δίνει ευκαιρίες σε όλους να αναπτύξουν την δημιουργικότητα και την δυνατότητά τους, αλλά εγγυάται και διασφαλίζει την αξιοπρέπεια όλων.

Αθήνα, Φεβρουάριος 2013
λυκούργος Χατζάκος